Ο σκελετός με το μυστήριο ένδυμα μπαίνει ξανά στην κλίνη μου
Μα δεν ποθώ την ηδονή που μου προσφέρει.
Το παραπέτασμα χαϊδεύει ο αγέρας και ο ήλιος εισβάλλει στο κενό του βλέμμα.
Την ανάσα μου αρπάζει ενα αόρατο χέρι.
Τίποτα απο αυτά δεν είναι εδώ.
Καταλήγω γονατιστη το κρανίο μου να σπαζω μήπως και σταματήσω το κενό να σκέφτομαι.
Ένα περιστέρι συναντά τις κόρες μου.
Θρηνεί για την κατάρα που στη γη με παγιδεύει.
Θρηνώ για το νου που κανείς δε του χάρισε.