κεφάλαιο4

3.8K 421 10
                                    

"Ευτυχία 2 χυμούς ανάμοικτους στο τραπέζι 4"

"Πάωωω"

Για περίπου 3 ώρες δούλευα με την Ελπίδα αυτή πίσω από τον πάγκο και εγώ να σερβίρω είχε αρκετό κόσμο ευτυχώς σε κανά δεκάλεπτο θα έρθει ο αδελφός της Ελπίδας για να
Πάρει την θέση μου βέβαια δεν τον έχω γνωρίσει ακόμα διότι συνέχεια φεύγω πριν έρθει όχι επίτηδες από υποχρεώσεις.

"Ελπίδα φεύγω θα έρθω κατά της 20:00-21:00"

"Θα κάτσουμε και το βράδυ η κοπέλα που θα ερχόταν αρρώστησε θα είναι κ αδελφος μου"

"Οκ μωρό φεύγω"

Την αποχαιρέτησα πείρα τον Αχιλλέα και πείραμε τον δρόμο προς το σπίτι.Νιώθω πως κάτι τον απασχολεί.

"Τι σε απασχολεί γλυκιέ μου;"

"Θα πας να μίνεις με την Ελπίδα;"

Μα τι να του πω τώρα πως το σκέφτομαι;Πως μισώ την μάνα που με γέννησε; πως η ύπαρξη του είναι ο μόνος λόγος που κάθομαι σε αυτό το κωλόσπιτο; δεν μπορώ να τον στεναχωρήσω τον αγαπώ πάρα πολύ. Αλλά δεν μου αρέσει να τον κοροίδευω λεγοντάς του ψέματα.

" δεν ξέρω γιατί ρωτάς Αχιλλέα μου;"

"ε απλά δεν θέλω να με ξεχάσεις και να μείνω μόνος μου."

"ΑΥΤΟ ΜΗΝ ΤΟ ΞΑΝΑΠΕΙΣ ΠΟΤΕ παντα θα ειμαι δίπλα σου ΠΑΝΤΑ" του είπα και τον τράβηξα στην αγγαλιά μου.

Γαμωτο πρέπει να κάνω υπομονή...για τον Αχιλλέα πρέπει να προσπαθήσω δεν θα την αφήσω να τον καταστρέψει.

Μετά απο αυτό περπατούσαμε βουβά δίχως να μιλάμε ο καθένας ήταν απορροφημένος στις δικιέςς του σκέψεις.Δέκα λεπτά αργότερα είμασταν έξω από το σπίτι και ανεβέναμε τα σκαλιά για να μπούμε μέσα.

"Αχιλλέα βγάλε παππούτσια πήγαινε κάνε μπανάκι θα σου βάλω να φας και θα πας για ύπνο γιατί έχω δουλειά ναι;"

Δεν μου είπε κάτι απλά μου έγνεψε και μπήκαμε μέσα στο σπίτι.Είχε υσηχία λογικά η Τάνια θα κοιμόταν.

"Μαμά είσαι εδώ;" φώναξε ο Αχιλλέας.

"Αχιλλέα κοιμάμαι κάνε υσηχία. Τι ώρα είναι;"

"Ευτυχία τ ώρα είναι;" μου ψυθήρησε

"19:15" του είπα.

"Μαμαααα είναι 19:15 θα πάμε πλατεία;"

Ότι και να του κάνει την αγάπαει πολύ το μωρό μου δε της κρατάει κακία.

"Οκ φάε και πάμε παιδί μου"

Μείνε ΔυνατήWhere stories live. Discover now