Είχα αποφασίσει να μην μιλήσω στους μαθητές μου. Σε καμία τάξη. Όπως επίσης είχα αποφασίσει να μην προχωρήσω στην ύλη. Το ''τρέναρα'' όσο μπορούσα με διάφορες επαναλήψεις της προηγούμενης χρονίας και τραγούδια.
Εκείνη τη μέρα τους είχα βάλει να ακούσουν ίσως ένα συμβολικό για όσους καταλάβαιναν τραγούδι. Πέρα από τις γνώσεις προσπαθούσα αυτά τα χρόνια που ήμουν καθηγήτρια να κάνω τα παιδιά να πιστεύουν στα όνειρα και τον εαυτό τους. Να μάθουν πως είναι μόνοι τους. Να μάθουν να αγωνίζονται για ότι θέλουν να πετύχουν.
Η διδακτική ώρα είχε φτάσει στο τέλος της. Έκλεινα τον υπολογιστή και τον διαδραστικό πίνακα όταν η Ευγενία με πλησίασε.
''Κυρία, δεν υπογράψατε στο απουσιολόγιο'' είπε και μου το έδωσε
Έβαλα μηχανικά μια υπογραφή και συνέχισα την δουλειά μου. Μα το παιδί δεν είχε φύγει.
''Μπορώ να σας ζητήσω μια χάρη;'' ρώτησε
Την κοίταξα και χαμογέλασα
''Φυσικά''είπα
''Τώρα που είμαστε πολύ κοντά στο πτυχίο θα χρειαστεί να πάρω κάποιο βιβλίο;''
Η ερώτηση ήταν πολύ απλή. Μα δεν απάντησα. Τι θα της έλεγα; Ότι δεν θα υπάρξει πτυχίο; Ότι θα φύγω; Ότι θα την αφήσω ούτε οκτώ μήνες πρίν το πτυχίο;
Πήρα μια βαθιά ανάσα
''Παιδί μου. Θα πάρω άδεια.'' είπα
Είδα το πρόσωπό της να σκοτεινιάζει και παρόλα αυτά ένα ψεύτικο αυτή τη φορά χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη της.
''Πότε φεύγετε;'' είπε πριν η φωνή της σπάσει
''Σε λίγο καιρό... Θα μιλήσεις με την νεα σου καθηγήτρια για το πτυχίο ναι; Έχεις το κινητό μου. Αν χρειαστείς κάτι πάρε με'' είπα
''Ευχαριστώ'' είπε και έπεσε στην αγκαλιά μου. Την έσφιξα πάνω μου.
Με άφησε και άνοιξε την πόρτα.
''Γλυκιά μου, κάνε μου μόνο μια χάρη. Μην πεις τίποτα στους συμμαθητές σου ναι;''
''Εντάξει'' είπε και έφυγε.
Έφυγα χωρίς να πω τίποτα σε κανέναν δύο μέρες αργότερα. Τα πράγματά μου δεν είχα κουράγιο να τα πάρω μαζί μου. Θα περνούσα μια μέρα να τα μαζέψω. Χαιρέτησα μόνο τον κύριο Φώτη. Κανέναν άλλον. Ζήτησα να με βάλουν κανονικά στο πρόγραμμα της επόμενης μέρας.
Το βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Στριφογύριζα στο κρεβάτι. Περίμενα να ξημερώσει. Ένιωθα τύψεις. Ο ύπνος με πήρε γύρω στις επτά το πρωί. Ο Γιώργος δεν με ξύπνησε. Ξύπνησε την Αλίνα για να πάει στο σχολείο και πριν φύγει τάϊσε τον μικρό και τον έβαλε ξανά για ύπνο.
Με ξύπνησε το κινητό μου.
Κοίταξα την οθόνη και την λέξη ''Σχολείο'' , το σήκωσα αμέσως.
''Ναι'' είπα
''Κυρία;''
Αναγνώρισα αμέσως την φωνή. Μια φωνή που δεν μπόρεσε να συνεχίσει την πρόταση. Μια φωνή που έσπασε. Αυτός ο ήχος της σπασμένης φωνής είναι από τους χειρότερους ήχους που μπορεί να ακούσει κανείς.
''Παιδί μου'' είπα και αμέσως έσπασε και η δική μου φωνή. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.
''Κυρία, γιατί κυρία;''
Δεν μπορούσα να μιλήσω. Η φωνή δεν έβγαινε από το στόμα μου. Ούτε καν ο ήχος του παραπόνου. Έκλαιγα σιωπηλά και μόνο άκουγα.
''Δεν είναι σαν εσάς κυρία. Δεν θα αντέξω μαζί της.''
Κατάλαβα πως μιλούσε για την αναπληρώτριά μου.
Άκουσα το κουδούνι. Μα δεν μπόρεσα να πω ούτε λέξη. Το τηλέφωνο έκλεισε. Χωρίς να πει ούτε εκείνη ούτε μια λέξη. Η σιωπή ήταν αυτή που μιλούσε.
Κοίταξα το μωρό. Κοιμόταν τόσο γλυκά. Έκλεισα την πόρτα του δωματίου και πήγα στο μπάνιο. Κοίταξα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Τα μάτια μου ήταν κόκκινα από το κλάμα. Ήθελα να τρέξω στο σχολείο. Να πω πως γυρίζω. Να πάρω την Ευγενία αγκαλιά.
Δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς την δουλειά μου. Όμως ούτε χωρίς το παιδί μου. Διλήμματα ζωής... Πάντα. Μετά από κάθε ευτυχία ακολουθούσε μια περίοδος στενοχώριας. Και πάντα αναζητούσα το γιατί. Γιατί να μην μπορούσα να νιώσω για πάνω από λίγο καιρό ευτυχισμένη;
YOU ARE READING
Η ζωή που δεν ήθελα να ζήσω [GWattpadies]
RomanceΑνάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα... Έτσι είναι όλη μου η ζωή. Ότι αγαπώ συνήθως το χάνω. Θέλω να αλλάξω παραστάσεις. Μου λείπει η ζωή που δεν έζησα. Η ζωή που αναγκάστηκα να μην ζήσω...