Από εκείνη τη μέρα άλλαξα ριζικά σαν άνθρωπος. Άκουγα συνεχώς τα προηγούμενα χρόνια ότι οι άνθρωποι με κατάθλιψη δεν βλέπουν κανένα χρώμα γύρω τους παραμόνο το μαύρο και καμιά φορά το γκρί. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς εννοούσαν... Δεν μπορούσα να το καταλάβω μέχρι εκείνη τη μέρα.
Βγήκα από το νοσοκομείο με άδεια χέρια. Χωρίς παιδί. Ένιωθα τον ήλιο στο πρόσωπό μου μα δεν τον έβλεπα. Δεν άκουγα τις φωνές των ανθρώπων, τις κόρνες των αυτοκινήτων, τα πουλιά. Δεν άκουγα τίποτα. Ήταν σαν να είχα χάσει την ακοή μου. Ήθελα να ακούσω, να δω μα δεν μπορούσα.
Στον δρόμο της επιστροφής είχα καρφωμένο το βλέμμα μου στο κενό. Δεν κατάφερα να προφέρω ούτε μια λέξη. Ούτε ο Γιώργος κατάφερε. Ήθελα να κατέβω από το αυτοκίνητο. Εκεί, στη μέση του πουθενά, να τρέξω. Να τρέξω τόσο μακριά και να τσιρίξω. Να τσιρίξω μέχρι να μην έχω πια φωνή, μέχρι όλος ο πόνος που ένιωθα να σκορπιστεί στον αέρα, μέχρι να φύγει όλο αυτό από κοντά μου.
Ήθελα να κλάψω. Πρώτη φορά δεν μπορούσα να τα καταφέρω. Δεν υπήρχαν δάκρυα πια. Τα μάτια μου ήταν στεγνά. Τόσο στεγνά που έκαιγαν. Μετά από δύο ώρες καταφέραμε αισίως να φτάσουμε στην Καστοριά. Πήγαμε να πάρουμε τον Σεραφείμ. Όταν είδα την Ευγενία με τον μικρό αγκαλιά να έρχονται προς το αυτοκίνητο, τότε, τότε μπόρεσα να δημιουργήσω ένα δάκρυ και να το αφήσω ελέυθερο. Ήθελα να πάρω τα παιδιά μου μια αγκαλιά, να με βοηθήσουν να ενώσω τα κομμάτια μου, μα ήταν αδύνατον. Δεν ένιωθα το σώμα μου. Δεν ένιωθα τίποτα.
Γυρίσαμε σπίτι και σχεδόν έτρεξα στο δωμάτιο. Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού. Ξαφνικά ένιωσα έναν κόμπο στον λαιμό μου. Έναν κόμπο που με έσφιγγε όλο και πιο πολύ. Ακούμπησα τα χέρια μου στον λαιμό μου ώστε να βγάλω κάπως αυτόν τον κόμπο. Με έπνιγε. Και αδυνατούσα να τον βγάλω. Ήξερα πως ο κόμπος αυτός δεν ήταν πραγματικός... Μα ήταν άλλο ένα σύμπτωμα.... '' ο καταθλιπτικός άνθρωπος νιώθει πως πνίγεται στο ίδιο του το μυαλό'' . Αυτό ακριβως ήταν. Με έπνιγαν οι σκέψεις μου. Με βασσάνιζαν όλα αυτά τα ''αν''. Αν δεν έπεφτε ο Σεραφείμ, αν δεν υπήρχε το βιβλίο εκεί, αν το έβλεπα, αν τον άκουγα και πήγαινα να του φέρω εγώ την μπάλα, αν είχα πάει στην δουλειεά εκείνη τη μέρα... Αν, αν, αν... Αν... Τότε το μωρό μου θα ζούσε.
Άρχισα να κατηγορώ τον εαυτό μου. Με κατηγόρησα για τον χαμό του μωρού. Με θεώρησα υπεύθυνη... Και ο κόμπος έσφιγγε ακόμη περισσότερο. Ξάπλωσα στο κρεβάτι σκεπάζοντας το κεφάλι μου με το μαξιλάρι. Ήθελα να κοιμηθώ, να παραιτηθώ από αυτή τη παγματικότητα. Δεν τα κατάφερα. Κατάφερα μόνο να κλάψω. Εκεί, μόνη μου. Κουλουριασμένη σαν μικρό παιδί. Μα δεν ήμουν παιδί. Ήμουν μια μάνα που είχε χάσει το παιδί της πριν καν το γνωρίσει. Ήμουν μια γυναίκα που δεν μου ταίριαζε η μητρότητα τελικά... Μια γυναίκα που δεν μπορούσε να κρατήσει δίπλα της για πολύ καιρό ότι αγαπούσε.
YOU ARE READING
Η ζωή που δεν ήθελα να ζήσω [GWattpadies]
RomanceΑνάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα... Έτσι είναι όλη μου η ζωή. Ότι αγαπώ συνήθως το χάνω. Θέλω να αλλάξω παραστάσεις. Μου λείπει η ζωή που δεν έζησα. Η ζωή που αναγκάστηκα να μην ζήσω...