Δεν ήθελα να ξημερώσει η επόμενη μέρα.
Άνοιξα τα μάτια μου και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Πλησίασα το παράθυρο και τράβηξα απαλά την κουρτίνα. Κοίταξα τον ουρανό. Σχεδόν μαύρος. Σχεδόν έτοιμος για βροχή. Σχεδόν...
Πήραμε το πρωινό μας σιωπηλοί. Κανένας από τους δύο δεν είχε όρεξη να προφέρει ούτε μια λέξη. Αυτό το βαρύ πέπλο της σιωπής... Ακουγόταν μόνο το κουτάλι μου που έκανε βόλτες στο μπόλ με τα δημητριακά...
''Θα μείνω με τον μικρό την ώρα της κηδείας'' είπε ο Γιώργος σπάζοντας την σιωπή
Δεν απάντησα. Του κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Σιωπηλά μάζεψα τα πράγματα του πρωινού. Σιωπηλά τάϊσα τον μικρό. Σιωπηλά διόρθωσα κάτι ασκήσεις... Σιωπηλά περίμενα το απόγευμα.
Φόρεσα ένα μαύρο παντελόνι και μια μαύρη απλή μπλούζα. Μάζεψα τα μαλλιά μου κοτσίδα. Ξεκίνησα για το χωριό του Μιχάλη αναπολώντας όλες τις στιγμές που είχα περάσει στο σχολείο. Το σπίτι που είχαμε νοικιάσει στο Νεστόριο στις αρχές άνηκε σε έναν ξάδερφο του Μιχάλη. Αν δεν ήταν εκείνος και ο κύριος Φώτης πιθανώς θα μέναμε στον δρόμο.
Κάθε φορά που με έβλεπε στενοχωρημένη με χτυπούσε απαλά στον ώμο.
Έφτασα έξω από το σπίτι του. Κόσμος... Κόσμος στην αυλή... Άλλος τόσος θα ήταν και στο εσωτερικό του σπιτιού. Κατέβηκα από το αυτοκίνητο και στάθηκα στην αυλόπορτα. Αναγνώρισα ένα προς ένα όλα τα παιδιά του σχολείου. Ένα προς ένα όλους τους μαθητές που είχα τα προηγούμενα χρόνια... Είδα πρόσωπα γνωστά από το χωριό, πρόσωπα συναδέρφων που είχαν φύγει εδώ και χρόνια από το σχολείο. Σιωπή. Βαριά.
Σήκωσα για άλλη μια φορά το κεφάλι μου ψηλά. Ο ουρανός σχεδόν μαύρος. Σχεδόν έτοιμος να βρέξει. Σχεδόν...
Δεν είχα την δύναμη να τον πλησιάσω. Δεν ήθελα. Έτσι παρέμεινα στην αυλή. Σε μια γωνία. Μόνη.
Δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν. Ο καθένας ήταν χαμένος στις σκέψεις και τη σιωπή του. Μάτια γεμάτα δάκρυα. Άλλα κόκκινα. Άλλα όχι.
Ένιωσα κάποιον πίσω μου και γύρισα. Ήταν ο κύριος Φώτης. Το ζωντανό του χαμόγελο απουσίαζε. Το ζωηρό του βλέμμα είχε σβήσει. Μου χάϊδεψε το χέρι και εξαφανίστηκε.
Με την άκρη του ματιού μου είδα την Αθηνά. Μιλούσε με μια παρέα παιδιών. Μιλούσε, μα δεν αρκούσε για να σπάσει την σιωπή.
Ακούστηκε μια κραυγή από το εσωτερικό του σπιτιού. Ήταν η μαμά του Μιχάλη. Πονούσε. Πονούσε και ούρλιαζε σαν ένα πληγωμένο ζώο. Σαν μια αρκούδα που χάνει τα μικρά της. Η γυναίκα του ήταν σιωπηλή. Η δόση των ηρεμιστικών που της είχαν δώσει είχε κάνει την δουλειά της...
Δεν άντεχα το θέαμα. Πλησίασα την αυλόπορτα. Είδα ένα παιδί να τρέχει στην αγκαλιά μου. Το παιδί μου. Την κράτησα σφιχτά πάνω μου για να μην δει ούτε εκείνη το φριχτό θέαμα. Τα δάκρυά της μούσκευαν το μπουφάν μου. Ακούμπησα το κεφάλι μου στο δικό της. Ούτε εγώ ήμουν αρκετά δυνατή γι αυτό.
Ξεκινήσαμε τον δρόμο προς την εκκλησία. Ήταν μακρύς... Βαρύς... Τα πόδια δεν προχωρούσαν. Η σιωπή μας εμπόδιζε. Που και που, τα ουρλιαχτά της μάνας έσπαζαν την σιωπή. Την έκαναν κομμάτια.
Κρατούσα την Ευγενία από το χέρι. Σηκώσαμε σχεδόν ταυτόχρονα τα μάτια μας στον ουρανό. Ακόμα παρέμενε σχεδόν μαύρος... Σχεδόν ετοιμόβροχος... Σχεδόν.
Στην εκκλησία άφησα το παιδί. Στεκόμουν όρθια. Ένιωσα από πίσω μου μια κοπέλα. Έκλαιγε με λυγμούς. Ακούμπησε στην πλάτη μου. Τρανταζόταν ολόκληρη... Εκπρόσωπος των μαθητών έβγαλε έναν μικρό λόγο. Ο κύριος Φώτης δεν μπόρεσε να μιλήσει... Από τον λόγο αυτό θυμάμαι ακόμα αυτή τη φράση που έβγαινε από τα σπλάχνα του παιδιού εκείνου. Από τα σπλάχνα όλων των παιδιών που εκπροσωπούσε:
''Γιατί κύριε;''... Αυτή.. Αυτή ήταν η φράση. Τόσο μικρή. Τόσο μεγάλη. Τόσο δυνατή.
Προχωρήσαμε προς τα κοιμητήρια.
Ο ουρανός σταμάτησε να είναι σχεδόν μαύρος... Σχεδόν έτοιμος να βρέξει.
Πλέον ήταν απόλυτα μαύρος.
Και τότε άρχισαν να πέφτουν δειλά-δειλά οι πρώτες ψιχάλες. Λες και ο Θεός ήθελε να πει το τελευταίο αντίο στον Μιχάλη. Το κλάμα του Θεού δυνάμωνε. Ένιωσα ένα δικό μου δάκρυ να κυλά μαζί με τις σταλιές της βροχής. Ανακατεύτηκε μαζί τους.
Το χώμα ήταν λάσπη. Δεν σταματούσε να βρέχει. Η Αθηνά μάζευε τα παιδιά που βρισκόταν σε χειρότερη ψυχολογική κατάσταση.
Φύγαμε. Η ατμόσφαιρα ήταν παγωμένη. Ήταν Ιανουάριος. Όχι μόνο στο ημερολόγιο. Ιανουάριος ήταν στην καρδιά μας....
Τελικά ναι... Η θλίψη έχει το άρωμα της βροχής... Η βροχή σταμάτησε μετά το τέλος της κηδείας. Το άρωμά της ήταν εκεί. Όπως και η θλίψη....
YOU ARE READING
Η ζωή που δεν ήθελα να ζήσω [GWattpadies]
RomanceΑνάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα... Έτσι είναι όλη μου η ζωή. Ότι αγαπώ συνήθως το χάνω. Θέλω να αλλάξω παραστάσεις. Μου λείπει η ζωή που δεν έζησα. Η ζωή που αναγκάστηκα να μην ζήσω...