Κεφάλαιο 25- Τα πιο γλυκά Χριστούγεννα

458 75 4
                                    


Στο επόμενό μας μάθημα δεν της ανέφερα τίποτα για την έκθεση. Προσποιήθηκα πως δεν είχα προλάβει να την διορθώσω. Προσπάθησα να μην αλλάξω την συμπεριφορά μου απέναντί της. Στην πραγματικότητα ήθελα να την πάρω μια ζεστή και μεγάλη αγκαλιά και να της πω ένα τεράστιο ''ευχαριστώ''. Ευχαριστώ για την αγάπη της, ευχαριστώ για τα γλυκά λόγια. Ευχαριστώ για όλα. 

''Έχεις λίγο χρόνο μέχρι να φύγει το λεωφορείο;'' την ρώτησα λίγο πριν το τέλος του μαθήματος

''Περίπου ένα τέταρτο. Τι έγινε;''

''Θέλουμε να σου μιλήσουμε λίγο με τον Γιώργο'' είπε

''Είναι σοβαρό;''

''Αρκετά''

''Με τρομάζετε κυρία''

''Μην τρομάζεις... Είναι σοβαρό μεν αλλά ευχάριστο'' 

Αφού τελειώσαμε το μάθημα, φώναξα στο γραφείο τον Γιώργο. Κάθισε δίπλα μου και μου κράτησε το χέρι.

'' Τον Ιανουάριο λέμε να βαπτίσουμε τον μικρό'' είπα

''Υπέροχα!'' είπε

''Και επειδή και εμείς και ο μικρός σε έχουμε στην καρδιά μας σκεφτήκαμε, αν θέλεις και εσύ φυσικά, να μας κάνεις την τιμή να τον βαπτίσεις'' είπε ο Γιώργος

''Πάρε τον χρόνο σου και σκέψου το'' είπα εγώ

Η Ευγενία δεν δέχτηκε να βαπτίσει τον μικρό. Όχι γιατί δεν ήθελε αλλά γιατί δεν μπορούσε. Είχε βαπτίσει παλιότερα ένα κοριτσάκι και η θρησκεία δεν επέτρεπε σε κάποιον να βαπτίσει παιδιά διαφορετικού φύλου. Πάραυτα, με βοήθησε άπειρα με τις προετοιμασίες. Φτιάξαμε μαζί τις μπομπονιέρες, τις προσκλήσεις... Μαζί διαλέξαμε τα ρούχα μου, τα δικά της... 

Ήταν η περίοδος της ζωή μου, κατά την οποία το κενό του σχολείου δεν με πονούσε ιδιαίτερα. Ήμουν καλά. 

Μέχρι που μια μέρα ήρθε με το ταχυδρομίο ένας φάκελος από το Μόναχο. Ένας φάκελος από τις αρχές του Μονάχου. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Ο Χένριχ ζητούσε την επιμέλεια του παιδιού. Με κατηγορούσε ότι δεν του επέτρεπα να έχει επαφές μαζί του ούτε καν μέσω τηλεφώνου και πως μεγαλώνω το παιδί σε περιβάλλον ακατάλληλο για εκείνο μιας και είχε δυσκολίες με την γλώσσα. 

Θύμωσα. Θύμωσα πάρα πολύ μαζί του. Ήξερα πως για όλα έφταιγε ο γάμος του. Ήξερα πως έφταιγα και εγώ που δεν πήγα. Ήξερα πως δεν έχω δύναμη να παλέψω. Και όλα αυτά τώρα... Τώρα που έφταναν οι γιορτές, τώρα που έφτανε η βάπτιση του μικρού.

Γι αυτό το γράμμα μίλησα μόνο στον Γιώργο και τους γονείς μου. Ο δύστυχος άντρας μου έτρεχε δύο και τρείς φορές μέσα σε δύο βδομάδες στο Μόναχο. Το ανέλαβε όλο εκείνος. Έτρεξε να σώσει την οικογένεια που με τόσο κόπο είχαμε χτίσει. Και εγώ είχα μείνω πίσω στην Καστοριά. Με την αγωνία στα ύψη κάθε φορά που δεν ήταν εκεί. Με την ανασφάλεια. Με τον φόβο να μένω μόνη μου με δύο μωρά. 

Ξαφνικά, η προετοιμασία της βάπτισης έπαψε να αποτελεί για εμένα ένα ευχάριστο κομμάτι. Την έβλεπα σαν υποχρέωση. Το μυαλό μου ήταν κολλημένο στο δικαστήριο. 

Από το μυαλό μου παιρνούσαν συνεχώς όλες οι στιγμές που είχα περάσει με τον Χένριχ. Δεν έπρεπε να τον είχα εμπιστευτεί ποτέ. Μου είχε φερθεί χειρότερα από τον καθένα. Σκεφτόταν και υπολόγιζε μόνο ότι ήταν καλό για εκείνον. Σαν την Λάουρα τότε... Σαν τις συμμαθήτριές μου.. Σαν τις ''φίλες μου'' σαν τους συναδέρφους μου στην Ελλάδα. 


Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι εκείνα τα Χριστούγεννα ήταν τα τελευταία με την κόρη μου. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πως κατάφερε να την πάρει μέσα από τα χέρια μου. Τόσο βίαια μα τόσο νόμιμα. 

Σαν χθές μου φαίνεται ότι ο Γιώργος μου ανακοίνωσε την ήττα μας στο δικαστήριο. Ο Χένριχ με είχε νικήσει. Γι ακόμα μια φορά. Και απαιτούσε. Απαιτούσε να στείλω την μικρή το συντομότερο. 

Πίστευα πως θα ήταν τα χειρότερα Χριστούγεννα της ζωής μου. Μα ήταν τελικά τα πιο γλυκά. Η Ευγενία, χωρίς να γνωρίζει τίποτα, ετοίμασε μαζί με τον Γιώργο ολόκληρη έκπληξη. Δεν ήξερα ότι θα έρθει. Δεν ήξερα ότι θα γελούσαμε τόσο εκείνη τη μέρα. Βγήκαμε τόσες πολλές φωτογραφίες... Ακόμα τις κοιτάω και νιώθω νοσταλγία.... Δυστυχώς όμως ήταν μόνο μια μέρα...

Τρείς μέρες αργότερα έβαλα το παιδί στο αεροπλάνο. Πόνεσε η καρδιά μου. Ήταν σαν ένα κομμάτι να ξεριζώθηκε από μέσα μου. Όταν χάθηκε πίσω από την πόρτα, ο Γιώργος με κράτησε σφιχτά πάνω του για να μην τσιρίξω μα εγώ δεν μπορούσα να τον κρατήσω. Δεν ένιωθα τα χέρια μου, τα πόδια μου. Δεν ένιωθα τίποτα.

Η κόρη μου ήταν έξι χρονών. Μόνη της στο αεροπλάνο. Ξεκινούσε μια νέα ζωή επειδή ο πατέρας της μετά από τόσα χρόνια αποφάσισε ότι εκείνη  δεν περνούσε καλά μαζί μας. Κι όμως ήταν το πιο ευτυχισμένο παιδί. Τώρα, τώρα που είχα καταφέρει να της χαρίσω ένα αδερφάκι. Τώρα που είχαμε χτίσει τόσο όμορφα την οικογένειά μας. 

Πριν φύγουμε για το αεροδρόμιο με κοιτούσε με ένα βλέμμα φοβισμένο. Σαν να μου έλεγε '' μήν με αφήνεις μαμά'' και εγώ δεν ήθελα να την αφήσω. Μακάρι να ήμουν μαζί της...

3,2,1 απογείωση. Ήταν ήδη αργά. Η Αλίνα είχε φύγει και μαζί με αυτή, είχε φύγει και ένα κομμάτι του εαυτού μου.

Η ζωή που δεν ήθελα να ζήσω [GWattpadies]Where stories live. Discover now