Κεφάλαιο 9

806 49 3
                                    


Ορέστης

  Διάολε, αυτή η κοπέλα θα με τρελάνει, σκέφτηκε ο Ορέστης, βλέποντας την Μιλένα να  γλύφει τα χείλη της.

  Τα μεγάλα καστανά,  αμυγδαλωτά της μάτια τον κοίταζαν, με την πρόκληση να λαμπυρίζει μέσα τους. Τα σταρένια χέρια της κρατούσαν την μπάλα κοντά της.

  Απο όλους τους ανθρώπους που υπήρχε περίπτωση να συναντήσει καθώς έκανε προπόνηση Κυριακή χαράματα, εκείνη ήταν η τελευταία στην λίστα του.

"Δώσε μου την μπάλα." της γρύλισε, για δεύτερη φορά.

  Εκείνη πλησίασε πιο κοντά. Πάτησε στις μύτες των ποδιών της και έφερε τα χείλη της σε απόσταση μιας ανάσας απο το αυτί του.

"Σου πήραν το παιχνιδάκι, και θύμωσες;" ψιθύρισε.

Και δεν της το 'χα οτι μπορεί να γίνει τόσο αισθησιακή, σκέφτηκε ο Ορέστης.

  Η στάση της τον άναβε τρελά , και τον τσάντιζε απίστευτα ταυτόχρονα.

  Έβαλε το χέρι της στο μάγουλό του και το χάιδεψε. Δεν ήταν δα οτι είχε και πολλές τρίχες στα δεκάξι του, αλλά ήταν αξύριστος αρκετές μέρες, και έτσι ήταν σίγουρος οτι οι τριχούλες τσιμπούσαν τα μακριά δάχτυλά της.

Ορέστη, μαζέψου, κατσάδιασε τον εαυτό του.

  Τραβήχτηκε πίσω και της πήρε την μπάλα απο τα χέρια. 

"Άντε παράτα μας κοριτσάκι μου!" της είπε, και γύρισε να φύγει .

Εκείνη του άρπαξε το χέρι, και εκείνος γύρισε και κοίταξε ενοχλημένος.

"Τι θέλεις;" την ρώτησε απότομα.

  Τα μάτια της αντίκρισαν τα δικά του, ηλεκτρισμένο γαλάζιο ενάντια σε σκούρες καστανές αποχρώσεις.

"Λίγη ευγένεια δεν θα έβλαπτε. Κάνα χαμογελάκι κύριε Κατσούφη, επίσης. Και σίγουρα μ' ένα 'Παρακαλώ, δώσε μου την μπάλα Μιλένα΄δεν θα έπεφταν τα μούτρα σου κάτω." του απάντησε, καθώς ξαναπήρε την μπάλα στα χέρια της.

  Εκείνος κινήθηκε προς τα εμπρός με σκοπό να ξαναπάρει την μπάλα,  και έπεσε πάνω της, με αποτέλεσμα να χάσουν την ισορροπία τους και να πέσουν μαζί κάτω, στο γρασίδι.

  Η Μιλένα έβαλε τα γέλια, καθώς κοκκίνισε ελαφρά που ο Ορέστης βρισκόταν κυριολεκτικά απο πάνω της, σε μια εξαιρετικά....ιδιαίτερη στάση. Ο Ορέστης δεν θα το παραδεχόταν ποτέ δυνατά, αλλά του άρεσε εκεί, μαζί της, πεσμένοι κάτω.

  Και εννοείται, όλα τα υπέροχα ποτιστικά του πάρκου άνοιξαν εκείνη την ώρα, βρέχοντας απο πάνω εώς κάτω όλους τους παρευρισκόμενους, συμπεριλαμβανομένου και του λαμπραντόρ.

  Ο Ορέστης κύλησε δίπλα στην Μιλένα, η οποία χαιρόταν σαν μικρό παιδάκι με αυτήν την απροσδόκητη νεροποντή.

  Πως μπορεί άραγε ένας άνθρωπος να βρίσκει τόση ομορφιά στα πάντα; αναρωτήθηκε. Τι σόι παιδική ψυχή κουβαλά αυτό το αιθέριο πλάσμα, αυτή η κοπέλα;

  Το νερό που έπεφτε πάνω του σταθερά τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Ήταν ξαπλωμένος στο γρασίδι ενός πάρκου, υπερβολικά νωρίς για Κυριακή πρωί, με μια κοπέλα που καλά καλά δεν ήξερε -και για το καλό και των δυό ΔΕΝ επρεπε να γνωρίσει καλύτερα- και τον ελαφρά χαζοχαρούμενο σκύλο της.

"Διάολε!" βλαστήμησε ο Ορέστης. Πως θα πήγαινε μέχρι το σπίτι του μούσκεμα; Η πόλη θ' άρχιζε να ξυπνά σε λίγο. Και δεν ήθελε να ξέρει κανείς που ήταν ή τι έκανε.

  Σηκώθηκε όρθιος, και έτεινε το χέρι του στην Μιλένα. Εκείνη το δέχτηκε, και την βοήθησε να σηκωθεί.

"Τι τζέντλεμαν!" του είπε χαμογελώντας. Εκείνος δεν ανταπέδωσε το χαμόγελο, παρόλο που θα ήθελε πολύ. "Έλα, θα πάμε σπίτι μου να σου δώσω μια καθαρή αλλαξιά ρούχα. Και μετά, αν συμπεριφερθείς καλά, μπορεί να σου φτιάξω και έναν καφέ μπας και ξυπνήσεις λίγο, και αρχίσεις να φέρεσαι σαν άνθρωπος." του είπε, και αφού του πέταξε την μπάλα, φώναξε τον Μάρλεϋ και άρχισε να απομακρύνεται με γοργό βήμα, αφήνοντας τον Ορέστη να κρατά την μπάλα στο στήθος του και να την κοιτά παραξενεμένος.



Ο ποδοσφαιριστής της καρδιάς τηςWhere stories live. Discover now