Η έκφραση "σκάσαμε απο το φαϊ" ταίριαζε και με το παραπάνω στην χαρούμενη παρέα του ποδοσφαίρου εκείνη τη βραδιά.
Ας πάρουμε το θέμα απο την αρχή: πήγαν στο 'σουβλατζίδικο' της γειτονιάς, στην Κυρά-Λένα. Η Κυρά-Λένα, η ιδιοκτήτρια και μαγείρισσα, ήταν αυτό που λέμε μεγάλη ντόπια προσωπικότητα. Είχε το μαγαζί πάνω απο 40 χρόνια, κι όμως, ο κόσμος αγαπούσε τόσο πολύ τα φαγητά της, τα οποία περιλάμβαναν απο παστίτσιο και γεμιστά μέχρι σουβλάκι, που ακόμη πήγαινε εκεί για να απολαύσει την χαλαρή ατμόσφαιρα, αλλά και για να φάει καλά.
"Παλιόπαιδα! Πάλι αδυνατισμένα είστε όλα! Θα με πεθάνετε καμιάν ώρα έτσι που σας βλέπω σαν τα σπιρτόξυλα!" άρχισε να τους φωνάζει, με το που πατήσαν πόδι στο μαγαζί.
Η κυρά-Λένα, είχε ύψος 1.50, ήταν μικροκαμωμένη και κοντούλα, με σγουρά άσπρα μαλλιά να περιβάλλουν το πρόσωπό της, και η εικόνα της να ψάλλει τα ντερέκια θα ήταν -αν μη τι άλλο- κωμική, αν δεν κρατούσε και έναν βαρύ ξύλινο πλάστη στο χέρι της.
"Ήρθαμε να μας ταίσεις λοιπόν, Κυρά-Λένα, για να πάρουμε κάνα δραμί πάνω μας." της είπε κοροϊδευτικά ο Νικήτας, και την αγκάλιασε, όπως θα αγκάλιαζε... την γιαγιά του.
"Κοροϊδεύεις Νικητάκο;" τον ρώτησε, κοιτάζοντάς τον μέσα απο τους φακούς των γυαλιών της.
"Μάλιστα κυρία!"
"Τότε θα έλεγα πως πρέπει να θυμηθώ να πω σ' εκείνη την όμορφη κοπέλα...να δεις πως την έλεγαν...α, ναι, την Τζένη, που ρωτούσε προχθές για σένα μέχρι ποιά ηλικία έβρεχες τα σεντόνια σου!" του απάντησε, και μπήκε μέσα στην κουζίνα για να ετοιμάσει το φαγητό των παιδιών, αφήνοντας πίσω της έναν εμβρόντητο Νικήτα.
Η ομάδα γέλασε, βλέποντας τον Νικήτα να αλλάζει πενήντα αποχρώσεις.
"Αυτό το λέμε εκβιασμό!" παραπονέθηκε, και έκατσε στην θέση του, στο κεφάλι του τραπεζιού.
"Σε εκβιάζει να φας! Εγώ στην θέση σου, αδελφούλη, δεν θα παραπονιόμουν!" του πέταξε η Νάγια.
Η Μιλένα γέλασε. "Δεν έχει άδικο, Νικήτα. Ρώτα και εμάς που γυρίσαμε πριν απο λίγο απο την προετοιμασία, και μας είχανε τρελάνει στις δίαιτες!"
"Δεν λες τίποτα. Θα έτρωγα και τις χαρτοπετσέτες τώρα εάν μπορούσα." γκρίνιαξε ξανά η Νάγια.
Η συζήτηση στο τραπέζι είχε ανάψει για τα καλά, λίγη ώρα μετά, που η κυρά-Λένα έφερε τα σουβλάκια σε όλους. Όλοι οι παίκτες όρμησαν σαν πεινασμένοι λύκοι. Όχι οτι η Νάγια συγκρατήθηκε ιδιαίτερα, εδώ που τα λέμε.
Ο μόναδικός παίκτης, αμέτοχος στο 'συμπόσιο' βεβαίως, δεν ήταν άλλως απο τον Ορέστη, όπως παρατήρησε η Μιλένα.
Προφανώς, οι αντιδράσεις του φαινομένου 'Ορέστης' παρατηρήθηκαν και απο τον Νικήτα, που έσπευσε να τραβήξει μια καρέκλα και να καθίσει δίπλα στον Ορέστη. Μιλούσαν, αλλά μ' όλη τηνν φασαρία, η Μιλένα δεν έβγαζε γρι απ' όσα έλεγαν.
Όπα Μιλένα, απο πότε μας έγινες κουτσομπόλα; σκέφτηκε και κοκκίνισε απο ντροπή, και απέστρεψε το βλέμμα της.
Η ώρα πέρασε με ανάλαφρη κουβεντούλα. Ένας-ένας, οι ποδοσφαιριστές ξεκίνησαν να καληνυχτίζουν και να φεύγουν.Τελευταίοι, έμειναν ο Κίμωνας, η Νάγια, ο Νικήτας, η Μιλένα και ο Ορέστης.
"Μιλένα, θα έρθεις μαζί μας;" ρώτησε η Νάγια.
Ο μπαμπάς των διδύμων, είχε έρθει με το αυτοκίνητο για να μαζέψει τα καμάρια του και τον Κίμωνα, που θα έμενε μαζί του για το σαββατοκύριακο.
"Αφού δεν χωράμε ούτως ή άλλως, βρε Νάγια. Και σιγά την απόσταση δηλαδή εδώ που τα λέμε..."
"Μικρή, είναι αργά..." της θύμισε ο Νικήτας.
"Δεν είναι πολύ καλό να περπατάς και μόνη σου τέτοια ώρα..." συμπλήρωσε ο Κίμωνας.
"Θα την πάω εγώ." προσφέρθηκε ο Ορέστης ξαφνικά.
Γύρισαν όλοι και τον κοίταξαν.
"Εντάξει." απάντησε η Μιλένα .
"Εντάξει." συμφώνησε και ο Ορέστης.
YOU ARE READING
Ο ποδοσφαιριστής της καρδιάς της
RomanceΤο όνομά του; Ορέστης. Η φήμη του; Η χειρότερη. Ο Ορέστης Γρηγορίου είναι ποδοσφαιριστής και ούτε κατά διάνοια "καλό παιδί". Στα 17 του, έχει πάρει πιο πολλές διακρίσεις στο ποδόσφαιρο απ' όσες έχουν πάρει άλλοι ποδοσφαιριστές σε όλη τους την ζωή...