Κεφάλαιο 20

663 42 1
                                    

Γειά σας παιδιά!!!!!! Γύρισααααα!

Οκ, το ξέρω οτι σας υποσχέθηκα ακόμη ένα κεφάλαιο πριν φύγω, το οποίο δεν έγραψα. Εκείνη την μέρα,  λόγω ενός οικογενειακού περιστατικού, δεν γύρισα καν σπίτι. Γύρισα την επόμενη, μόνο και μόνο για να πάρω την βαλίτσα μου και να φύγω κατευθείαν.

Απολογούμαι λοιπόν, για ό,τι έγινε.

Πίσω στο σήμερα τώρα, θα ανεβάσω ένα-δυο κεφαλαιάκια. Και θα δούμε πως πάει.

Ετοιμαστείτε για λίγο δράμα. Όλο δικό σας.

Φιλιά

__________________________________________

Μιλένα

Δεν απαντούσε. Τα λεπτά περνούσαν, και ειλικρινά, ξεκίνησα να φοβάμαι πως είχε πάθει σοκ. 

Και συ ρε Μιλένα, τι στο καλό, πως το ξερφούρνισες αυτό έτσι;

Επρεπε να μάθω όμως!

"Ορέστη; Μίλησε μου, σε παρακαλώ...."

Τα μάτια του αντάμωσαν τα δικά μου, και κατατρόμαξα.

Εκείνο το ζωηρό γαλάζιο των ματιών του, που είχα προσέξει απο τότε που γνωριστήκαμε, έμοιαζε τώρα ξεθωριασμένο, παγωμένο, κενό. Το σώμα του, άκαμπτο, σοβαρό. Δέσποζε ολόκληρος τρομακτικά,  λες και κάποιος, είχε πάρει την ζωή απο μέσα του. Έμοιαζε λες και είχε γεράσει χρόνια ολόκληρα  μέσα σε μερικές στιγμές.

"Ορέστη;"

"Μιλένα....Δεν μπορώ να το κάνω αυτό...." είπε, και βγήκε απο την σπηλιά.

"ΟΡΕΣΤΗ!" έτρεξα απο πίσω του, φωνάζοντας.

Δεν ήταν πουθενά.

Πήρα το κινητό μου απο την τσάντα θαλάσσης. Δεν είχε πολύ καλό σήμα, ούτε πολλή μπαταρία, αλλά θα μπορούσα τουλάχιστον να ειδοποιήσω τους φίλους μας για την παρούσα κατάσταση.

Μπιιιπ.......Μπιιιπ....Μπιιιιπ......

"Παρακαλώ;" ακούστηκε η φωνή του Κίμωνα απο την άλλη γραμμή.

"Κίμωνα;"

"Μιλένα, γειαααα! Τι κάνεις;"

"Όχι και τόσο καλά, όμως δεν είναι ώρα για πολλές συζητήσεις τώρα...Γιατί απαντάς το τηλέφωνο της Νάγιας, που είσαι και που είναι εκείνη;"

"Λοιπόν, ας το πάρουμε απο την αρχή....."

"Κίμωνα. Έκανα συγκεκριμένες ερωτήσεις και ζητάω συγκεκριμένες απαντήσεις. ΤΩΡΑ!" 

"Ψυχραιμία Μιλένα, ψυχραιμία. Είμαι Κεφαλλονιά. Ήρθα για να κάνω έκπληξη στην Νάγια. Αυτή την στιγμή είμαι στην άκρη ενός κατσικοδρόμου με την Νάγια, τον Νικήτα και τον θείο τους, διότι το υπέροχο ψυγείο του βαν αποφάσισε να τα τινάξει και έχουμε μείνει.Και..."

Η χαρούμενη φωνή του Κίμωνα διακόπηκε. 

"Μιλένα, εσύ είσαι;" ακούστηκε η πιο ανήσυχη και σαφώς σοβαρότερη φωνή του Νικήτα.

"Νικήτα, ναι! Πες μου, τι συνέβη;"

"Ακριβώε ό,τι είπε ο Κίμωνας. Το θέμα είναι όμως, οτι έχει σχεδόν βραδιάσει. Για απόψε θα μείνουμε σε κάτι ξαδέρφια, σε ένα χωριό λίγο παρακάτω. Και αύριο είναι δεκαπενταύγουστος, της Παναγίας. Που σημαίνει οτι δεν θα δουλεύει τίποτα, άρα αύριο δεν θα είμαστε σπίτι."

"Αλλά μεθαύριο πρωί-πρωί θα πάτε στο συνεργείο, θα φτιάξουν το βαν και θα γυρίσετε, σωστά;"

"Μιλένα....Δεκάξι Αυγούστου είναι η γιορτή του Πολιούχου Κεφαλλονιάς, Αγίου Γερασίμου....Άρα...."

Αισθάνθηκα το στομάχι μου να γίνεται κόμπος.

"Θέλεις να μου πεις δηλαδή οτι θα μείνω δυο μέρες μόνη μου με τον Ορέστη;"

"Περίπου....Γιατί, συνέβη κάτι;"

"Ναι, βασικά έχουμε ένα μεγάλο θέμα...."

Πριν προλάβω να ολοκληρώσω την απάντησή μου, το κινητό έκανε ένα ακόμη μπιπ, ενημερώνοντάς με ιδιαιτέρως ευγενικά οτι έκλεισε απο μπαταρία.

Σήκωσα αγανακτισμένη τα χέρια μου στον ουρανό. "Ω, έλα τώρα! ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΣΤΕΙΕΥΕΣΑΙ, ΕΤΣΙ;"

Παράτησα το κινητό δίπλα στην τσάντα, και έτρεξα να βρω τον Ορέστη.

Ο ποδοσφαιριστής της καρδιάς τηςWhere stories live. Discover now