Κεφάλαιο 31ο

986 153 7
                                    

Ελένα

Η καρδιά μου έσπασε σε χίλια κομμάτια καθώς προσπερνούσα τον Ορέστη. Δεν ήθελα να τον πληγώσω και φυσικά δεν ήθελα να φύγω έτσι από κοντά του. Εκείνο που ήθελα ήταν να τον αγκαλιάσω, να τον φιλήσω και να το παρηγορήσω. Όμως πολλά είχαν αλλάξει μέσα σε εκείνη την εβδομάδα που δεν είχε δώσει κανένα σημάδι ζωής. Είχα κληθεί να πάρω μια απόφαση ζωής και θανάτου και εκείνος ήταν εξαφανισμένος. Χρειαζόμουν ένα στήριγμα. Κάποιον να με βοηθήσει και όταν τελικά συνειδητοποίησα ότι εκείνος είχε καταπιαστεί με το θέμα της αδερφής του πήρα την πιο σωστή και λογική απόφαση μόνη μου.

Σήμερα ήταν η τελευταία μου μέρα στην εφημερίδα. Παραιτήθηκα. Και σε μια από τις χειρότερες ώρες συναισθηματικώς για εμένα ήρθε να προστεθεί και ο Ορέστης. Είχα προετοιμάσει όλα όσα θα του έλεγα αφού ήξερα ότι εκείνος αργά ή γρήγορα θα εμφανιζόταν ξανά στην ζωή μου. Όπως κάθε φορά άλλωστε. Περπάτησα με γρήγορα βήματα προς την στάση του μετρό και μετά στο σπίτι. Εκεί μάζεψα όπως όπως μια βαλίτσα και κατέβηκα κάτω στον δρόμο, μπροστά από την πολυκατοικία. Το αμάξι του Παύλου σταμάτησε. Άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού και πέρασα μέσα.

«Είσαι σίγουρη για αυτό;» με ρώτησε εκείνος.

«Απολύτως» του απάντησα «δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Ο Ορέστης το χρειάζεται αυτό...»

Δεν είπε τίποτα περισσότερο. Και κάπως έτσι ξεκινήσαμε για το πατρικό μου. Το σπίτι του πατέρα μου και της νέας του γυναίκας.

Όλα ξεκίνησαν την επόμενη μέρα της επιστροφής μας από το Παρίσι. Ο Ορέστης δεν σήκωνε το τηλέφωνο του. Η αδερφή του είχε δραπετεύσει και ενώ κάθε μέσο ενημέρωσης ανέφερε την απόδραση εγώ κατευθυνόμουν προς τα γραφεία του ομίλου του πατέρα μου. Είχα σε ένα ραντεβού να πάω άλλωστε. Μόλις πέρασα την είσοδο και δήλωσα σε ένα γραφείο μερικά βήματα μετά την ταυτότητα μου , ανέβηκα στο τελευταίο όροφο του τεράστιου γυάλινου κτιρίου. Έξω από το γραφείο του πατέρα μου χαιρέτησα ευγενικά τη γραμματέα του, η οποία εργαζόταν με αυτή την ιδιότητα από την εποχή που ο πατέρα μου χρειάστηκε πρώτη φορά γραμματέα, και έπειτα προχώρησα στο γραφείο του. Η θέα προς την θάλασσα, ευθεία μπροστά μου ήταν εντυπωσιακή. Το γραφείο του όμως ήταν απόκοσμα παγωμένο. Καμία φωτογραφία. Κανένα προσωπικό αντικείμενο που να χαρακτηρίζει αυτόν.

«Καλώς όρισες» είπε και σηκώθηκε για να με χαιρετίσει. Αν δεν τον ήξερα θα νόμιζα ότι χαιρόταν με την παρουσία μου στον συγκεκριμένο χώρο. Όμως τον ήξερα. Και θυμόμουν καθεμία από τις εγωιστικές του πράξεις όλα αυτά τα χρόνια.

Ο κλέφτης της καρδιάς μου (Βιβλίο 2ο)Место, где живут истории. Откройте их для себя