Κεφάλαιο 32ο

1K 155 14
                                    

Ελένα

Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη διορθώνοντας μια τούφα από τα μαλλιά μου. Ίσιωσα το μαύρο φόρεμα μου και βγήκα από το δωμάτιο μου. Έκλεινα δύο εβδομάδες σήμερα από την ημέρα που είχα μετακομίσει σε αυτό το σπίτι και ακόμη δεν είχα καταφέρει να κάνω το παραμικρό βήμα προς την κατεύθυνση που ήθελα. Ωστόσο δεν έχανα τις ελπίδες μου.

Κατέβηκα τις σκάλες και προχώρησα με αργά βήματα προς το σαλόνι. Η Ασπασία, η γυναίκα του πατέρα μου και η Κατερίνα, η θετή αδερφή μου, δεν είχαν ολοκληρώσει την ετοιμασία τους για ένα απλό δείπνο. Έτσι στο σαλόνι ο πατέρας μου καθόταν στον καναπέ παρέα με τον Παύλο, που ήταν όρθιος μπροστά στο τζάκι και τον Αναστάση που καθόταν αραχτός σε μια πολυθρόνα. Όταν ανέλυσα στον Παύλο την συζήτηση που είχα με τον πατέρα μου κάλεσε τον Αναστάση επειγόντως στην Αθήνα για να μας βοηθήσει. Ο πατέρας μου πίστευε ακράδαντα ότι τα είχα ξαναβρεί με τον Παύλο και δεν χόρταινε να τον καλεί στο σπίτι για δείπνο. Σήμερα μάλιστα είχαμε και την ιδιαίτερη τιμή να προσκαλέσει και τον Αναστάση αλλά και το καινούριο φλερτ της Κατερίνας. Θα ήμασταν λοιπόν μια μεγάλη χαρούμενη οικογένεια σήμερα...

Πλησίασα το Παύλο, πλήρως εναρμονισμένη με το ρόλο μου. Τον φίλησα στο μάγουλο και έπειτα χαιρέτισα τους άλλους δύο παρευρισκόμενους. Κάθισα σε μια πολυθρόνα δίπλα στον Αναστάση και η Μαρία, η υπεύθυνη του σπιτιού, έφερε μια καϊπιρόσκα φράουλα, το αγαπημένο μου ποτό, και το πήρα χαμογελαστή από το δίσκο. Την στιγμή εκείνη οι άλλες δύο γυναίκες της οικογένειας έκαναν την εμφάνιση τους. Ντυμένες μες στην υπερβολή λες και θα υποδεχόμασταν τον πρίγκιπα της Αγγλίας. Τις κοίταξα υποτιμητικά και συνέχισα να πίνω το κοκτέιλ μου. Εκείνες περιφέρθηκαν για λίγο μέσα στον χώρο ώστε οι δύο καλεσμένοι μας να τις θαυμάσουν και κάθισαν τελικά δίπλα στον πατέρα μου. Ευτυχώς το κουδούνι δεν άργησε να χτυπήσει. Η κατάσταση ήταν υπερβολικά άβολη εκείνα τα λεπτά και ανυπομονούσα να εμφανιστεί ο μυστηριώδης άγνωστος της Κατερίνας. Σηκωθήκαμε όλοι όρθιοι για να τον υποδεχτούμε. Η Κατερίνα περπάτησε μέχρι δίπλα μου και έγειρε στο αυτί μου.

«Σε κέρδισα» είπε την στιγμή που ο Ορέστης εμφανίστηκε. Η καρδιά μου ξεκίνησε να χτυπάει σαν τρελή καθώς εκείνος μας πλησίαζε. Ντυμένος στην τρίχα ανέδιδε έναν αέρα σιγουριάς που με έκανε να αναριγήσω. Στράφηκα στον Παύλο. Εκείνος με κοίταζε ανήσυχος. Ο Ορέστης φίλησε σταυρωτά την Κατερίνα και την μητέρα της. Χαιρέτισε επίσημα τον πατέρα μου και τον Παύλο. Έπειτα ένευσε αμήχανα στον Αναστάση μαγνητίζοντας το βλέμμα μου πάνω τους. Αντιλαμβανόμουν ότι υπήρχε κάτι μεταξύ τους, κάτι που δεν γνώριζα... Και τέλος κατέληξε μπροστά μου. Με κοίταξε πονηρά. Σαν να υπήρχε ένα ένοχο μυστικό που γνωρίζαμε μονάχα οι δύο μας. Πήρε το χέρι μου χαϊδεύοντας το ελαφρά μέχρι τον καρπό στέλνοντας ρίγη σε όλο μου το σώμα. Έπειτα φίλησε την ανάστροφη της παλάμης μου χωρίς να σταματήσει εκεί. Με φίλησε σταυρωτά πριν απομακρυνθεί από το κοντά μου. Ο Παύλος μας παρακολουθούσε συνοφρυωμένος. Όπως και ο πατέρας μου.

Ο κλέφτης της καρδιάς μου (Βιβλίο 2ο)Where stories live. Discover now