Κεφάλαιο 35ο

1.1K 155 4
                                    

Ορέστης

Πέρασα το δάχτυλο μου από τον ώμο της διασχίζοντας την καμπύλη που σχηματιζόταν στο στήθος της φτάνοντας μέχρι τους γοφούς της. Ήταν τόσο υπέροχη που δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι πέρασα όλο το βράδυ έχοντας αυτό το θεσπέσιο πλάσμα στην αγκαλιά μου. Η αναπνοή της ήταν βαθιά και έβγαινε ρυθμικά κάνοντας το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει. Τα καστανά μαλλιά της έφταναν μέχρι την μέση της και ανυπομονούσα να ανοίξουν τα μάτια της και να βρεθώ αντιμέτωπος με εκείνο το βιολετί που με είχε ξελογιάσει. Είχε καταφέρει να μπει στην ζωή μου με το έτσι θέλω και να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της. Από τα χείλη της βγήκε το όνομα μου και η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο στο άκουσμα αυτού. Την φίλησα στον ώμο και εκείνη ρίγησε και χώθηκε πιο βαθιά στην αγκαλιά μου. Αν υπήρχε Παράδεισος ήμουν σίγουρος ότι κάπως έτσι θα ήταν. Να ξυπνάω με εκείνη δίπλα μου, να κοιμάμαι με το άρωμα της στα σεντόνια μου και τη γεύση της στα χείλη μου.

«Πεινάω» μουρμούρισε ανοίγοντας τα μάτια της. Την κοίταξα για μερικά λεπτά πριν λυθώ στα γέλια. Την φίλησα μέχρι να της κοπεί η ανάσα και εκείνη με τράβηξε με δύναμη ακόμη πιο κοντά της, τόσο που δεν υπήρχε ούτε αέρας ανάμεσα μας να μας χωρίζει. Ο ήχος από το στομάχι της διέκοψε κάθε ρομαντική ατμόσφαιρα. Με κοίταξε ντροπαλά και εγώ για ακόμη μια φορά δεν μπόρεσα να αντισταθώ στο να χασκογελάσω.

Σηκώθηκα γρήγορα και φόρεσα μια φόρμα. Κατέβηκα στην κουζίνα και το σπίτι έμοιαζε να είναι άδειο. Ο Άλεξ θεώρησε ότι αφού εκείνος έλειπε μπορούσε να δώσει άδεια σε όλο το προσωπικό, φαίνεται. Άνοιξα το ψυγείο και έβγαλα όλα τα υλικά για μια σπέσιαλ ομελέτα. Αν πετύχαινε...

Κοίταξα την Ελένα καθώς έβαζε την πρώτη μπουκιά στο στόμα της. Εκείνη μάσησε για αρκετό χρονικό διάστημα και στην συνέχεια την κατάπιε.

«Θεσπέσια» ψέλλισε και ήξερα από την πρώτη στιγμή ότι ήταν απαίσια.

«Δεν τρώγεται» της είπα και σηκώθηκα για να πετάξω το περιεχόμενο του πιάτου.

«Μη μη» είπε εκείνη και σταμάτησα τις κινήσεις μου «υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν να φάνε και εμείς θα το πετάξουμε;» άρπαξε το πιάτο και το κράτησε μπροστά της. Κάθε φορά αυτή η κοπέλα απέναντι μου με γέμιζε με ένα καινούριο συναίσθημα. Την κοίταξα τρυφερά και άφησα τα πιάτα στην θέση τους. Ξεκινήσαμε να τρώμε το πιο απαίσιο πρωινό της ζωής μας και όμως όλα έμοιαζαν να είναι υπέροχα αφού εκείνη φώτιζε όλο τον χώρο γύρω της.

Ο κλέφτης της καρδιάς μου (Βιβλίο 2ο)Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ