Κεφάλαιο 9ο

1.1K 154 5
                                    

Ελένα

Η αίθουσα που γινόταν η δεξίωση ήταν ονειρική. Ίσως και κάτι περισσότερο. Δεν μπορούσα εύκολα να περιγράψω το συναίσθημα του να βρίσκομαι εκεί την στιγμή αυτή έχοντας στο πλάι μου τον Ορέστη αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή και πίστευα ότι από λεπτό σε λεπτό θα ξυπνήσουμε. Οι άλλοι τρεις είχαν απομακρυνθεί από εμάς υποδυόμενοι το ρόλο που είχαν αναλάβει. Ο Ορέστης αφού μου έδωσε ένα ποτό μου πρότεινε να χορέψουμε. Στην πραγματικότητα ο χορός και η μουσική που ακουγόταν δεν είχαν καμία σχέση με ότι γνώριζα. Ήταν βγαλμένα κατευθείαν από τον Μεσαίωνα ωστόσο δεν μπόρεσα παρά να δεχτώ. Αρχικά χάζευα τα βήματα των υπολοίπων όμως σύντομα έμαθα την σειρά και τον ρυθμό. Ο Ορέστης απέναντι μου φαινόταν αγέρωχος και γεμάτος αυτοπεποίθηση να ξέρει τι να κάνει δίχως ιδιαίτερη προσπάθεια.

«Λοιπόν» του είπα κάποια στιγμή που ήρθε εξαιρετικά κοντά μου «δεν μου απάντησες ποτέ γιατί διάλεξες εμένα σήμερα για αυτή την δουλειά. Είμαι σίγουρη ότι θα υπήρχαν πολλές καλύτερες από εμένα...»

Γέλασε. Ή μάλλον υπέθετα ότι θα γέλαγε πίσω από την μάσκα που φορούσε.

«Θέλεις εκδίκηση και αυτό είναι ισχυρό κίνητρο»

«Με πίστεψες τόσο εύκολα ότι είμαι αυτή που είπα;»

«Φυσικά και όχι. Την έχω πατήσει μια φορά. Ποτέ ξανά...»

«Τότε;»

«Έβαλα τα κατάλληλα μέσα για να μάθω αν είσαι πρώτα από όλα αστυνομικός. Και δεν είσαι...»

«Οπότε αποφάσισες ότι λέω την αλήθεια»

«Υποθέτω θα φανεί στην πορεία»

Πέρασε το χέρι του γύρω από την μέση μου και ευχήθηκα εκείνη την στιγμή να μπορούσα να κοιτάξω το πρόσωπο του και κυρίως τα μάτια του. Η μουσική σταμάτησε όμως ξαφνικά. Όλοι στάθηκαν ακίνητοι περιμένοντας την είσοδο του οικοδεσπότη. Ο Ορέστης με τράβηξε ανάμεσα στον κόσμο αθόρυβα για να βρούμε τους υπόλοιπους της μικρής μας ομάδας. Μέχρι τώρα θα είχαν ήδη κλέψει κάποια από τα κοσμήματα που θα βρισκόντουσαν στα εκθέματα και θα παρουσιάζονταν στον κόσμο σε δύο ώρες από τώρα. Στις δώδεκα ακριβώς δηλαδή μαζί με πυροτεχνήματα που θα φώτιζαν τον νυχτερινό ουρανό. Ο Ορέστης καθώς ανεβαίναμε τις σκάλες που μας οδηγούσαν μακριά από την αίθουσα, στην οποία η μουσική ξεκίνησε ξανά φαινόταν να ξέρει που ακριβώς έπρεπε να στρίψει για να βγούμε στο δωμάτιο που μας περίμεναν οι άλλοι τρεις. Όταν βρεθήκαμε ακριβώς εκεί που έπρεπε εντόπισα τα κλοπιμαία πάνω στο κρεβάτι. Τα μάτια μου γούρλωσαν και πλησίασα αργά προς εκείνο το μέρος. Έπιασα με το χέρι μου ένα κολιέ και το κοίταζα έκπληκτη. Φαινόταν τόσο αριστοκρατικό. Μα πώς να μην είναι αφού ανήκε σε μια πλούσια οικογένεια που στο παρελθόν διαφέντευε την Βενετία.

Ο κλέφτης της καρδιάς μου (Βιβλίο 2ο)Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora