Κεφάλαιο 16ο

1K 162 7
                                    

Ορέστης

«Άλεξ αυτή είναι η λύση» είπα και τον κοίταξα εκνευρισμένος. Εκείνος καθόταν απέναντι μου στο γραφείο του πατέρα μας και με κοίταζε αυστηρά. Μου θύμιζε τις εποχές που έκανα κάποια σκανταλιά και του ζητούσα να με καλύψει. Όμως τώρα είχαμε απομείνει μονάχα οι δύο μας. Όλοι οι υπόλοιποι από την οικογένεια μας ήταν νεκροί ή βρισκόντουσαν στην φυλακή. Εκείνος είχε καταπιαστεί με τις επιχειρήσεις του και δεν έλεγα ότι ήταν λάθος. Από την στιγμή που το είχε πάρει απόφαση ότι αυτό ήταν που ήθελε να κάνει θα τον στήριζα. Όμως οι Ασιάτες έπρεπε να καταστραφούν. Δεν ήταν πλέον μόνο εκδίκησης. Κινδύνευε και η Ελένα. Εκείνη από το πουθενά είχε καταφέρει να μπει στην ζωή μου και να με κάνει να πιστέψω ξανά σε κάτι. Να έχω θέληση για κάτι πέραν του ποτού και των γυναικών. Δεν θα έλεγα με τίποτα ότι είχε αντικαταστήσει την Εμμανουέλλα ή την Ιφιγένεια αλλά είχε καταφέρει να κερδίσει μια δική της θέση. Την ένιωθα τόσο κοντά μου. Τόσο που πίστευα ότι θα μπορούσα να της μιλάω με τις ώρες για κάθε τι που με απασχολούσε. Ήταν ένας από τους ανθρώπους, τους οποίους εμπιστευόμουν. Πως θα μπορούσα λοιπόν τώρα να μην την προστατέψω;

«Ορέστη προσπαθούμε να βγούμε από αυτό τον κόσμο όχι να μπλέξουμε πάλι σε έναν πόλεμο με τους Ασιάτες. Σκέψου μονάχα τις απώλειες που είχαμε την προηγούμενη φορά...»

«Άλεξ δεν θα σου πω να συμφωνήσεις αλλά θα σου ζητήσω να με εμπιστευτείς!»

Εκείνος θέλοντας και μη συμφώνησε. Έτσι έφυγα με φανερά ανανεωμένη διάθεση από το γραφείο του. Περπάτησα για λίγο κάτω από τον λαμπερό ήλιο και αποφάσισα ότι θα μπορούσαμε να ξεκλέψουμε την σημερινή μέρα με την Ελένα και τα παιδιά ώστε να πάμε για κανένα μπάνιο στην θάλασσα, να ξεκουραστούμε από το μακρινό ταξίδι στην Κούβα και να χαλαρώσουμε κάποιες ώρες. Το έβρισκα φανταστική ιδέα μόνο που αποδείχθηκε ότι δεν ήταν όταν έφτασα στο σπίτι και βρήκα τον Θανάση και τον Γιώργο άνω κάτω. Με κοίταξαν από πάνω μέχρι κάτω και έπειτα ο Θανάσης χτύπησε με την παλάμη του το κεφάλι του και ο Γιώργος κατέρρευσε στον καναπέ.

«Νομίζαμε ότι ήταν μαζί σου» είπε τελικά ο Θανάσης.

«Ποιος;» ρώτησα εγώ προσπαθώντας να αποφύγω την σκέψη ότι εννοούσαν την Ελένα. Και αυτή την φορά αν είχε φύγει για να κάνει κάτι εξίσου παρακινδυνευμένο θα την άρπαζα από τα μαλλιά και θα την κλειδαμπάρωνα στο σπίτι. Ωστόσο υπήρχε και η επιλογή να είχε φύγει επειδή φέρθηκα σαν μαλάκας. Την φίλησα και έπειτα περίμενα σαν βλάκας να τελειώσουμε την δουλειά στην Κούβα για να της εξηγήσω. Αλήθεια τι θα της εξηγούσα; Γιατί δεν ήξερα ούτε εγώ ο ίδιος τι ένιωθα. Το μοναδικό πράγμα που μπορούσα να πω με βεβαιότητα ήταν ότι μου άρεσε να είναι γύρω μου. Λάτρευα την παιδικότητα της και τον τρόπο που παθιαζόταν με κάτι, όπως για παράδειγμα με την αγαπημένη της ταινία. Το πιο εκπληκτικό πάνω της ήταν εκείνα τα μάτια και ο τρόπος που με έκαναν κάθε φορά να νιώθω. Λες και μπορούσε ένα της βλέμμα να διώξει κάθε αμαρτία από πάνω μου, κάθε ανασφάλεια. Ένιωθα γεννημένος ξανά. Και φυσικά δεν ήθελα να την πληγώσω. Δεν ήθελα να γίνει η αδυναμία μου ώστε κάθε φορά που κάποιος ήθελε κάτι από εμένα να απειλούσε εκείνη. Το είχα ζήσει μια φορά αυτό και είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ποτέ ξανά.

Ο κλέφτης της καρδιάς μου (Βιβλίο 2ο)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora