Πρόλογος

74 11 0
                                    

 Ένας διαπεραστικός ήχος έσπασε την σιωπή, ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό που έκανε το αίμα της να παγώσει. Που βρισκόταν; Δεν ήξερε, δεν ήξερε καν πόσες μέρες είχαν περάσει. Θυμόταν μόνο αυτόν να την κοιτάζει με τα γαλάζια του μάτια και να της λέει ότι πλέον έχουν όλα τελειώσει, ότι πλέον είναι δική του.
Από που προήλθε αυτό το ουρλιαχτό; Ήταν άραγε άλλο ένα θύμα του; Όσες μέρες ήταν εκεί δεν είχε ακούσει τίποτα. Είχε δει μόνο εκείνον να μπαίνει σαν σκιά στο χώρο της και να της αφήνει λίγο φαγητό και νερό. Στην αρχή δεν έτρωγε απλά ούρλιαζε βοήθεια. Περνούσαν όμως οι μέρες και η σωματική καταπόνηση από την ασιτία ήταν αβάσταχτη και έτσι υπέκυψε. Μετά όταν άκουγε την πόρτα να ανοίγει, έκανε πως κοιμάται και εκείνος δεν την ενοχλούσε. Της ψιθύρισε απλά "Κοιμήσου, ωραία κοιμωμένη μου και μην φοβάσαι τίποτα, εγώ είμαι δίπλα σου"
Φοβόταν, κρύωνε. Η απελπισία την έπνιγε. Άραγε οι δικοί της, την έψαχναν; Άραγε θα έβγαινε ζωντανή από εκεί μέσα; Πόσο της έλειπε ο ήλιος, ο έξω κόσμος, οι φίλοι της.
Τις σκέψεις της διέκοψε ένα τρίξιμο έξω απ' την πόρτα και τότε άνοιξε και μπήκε μέσα εκείνος. Ήταν τόσο βυθισμένη στις σκέψεις της που δεν πρόλαβε να παραστήσει ότι κοιμόταν.
Μπήκε μέσα σαν σκιά, σαν απρόσκλητος επισκέπτης. Συνήθιζε να τον αποκαλεί δαίμονα στο μυαλό της και όντως νόμιζε ότι είναι. Ήταν ψηλός, μυώδης με ανακατεμένα μακριά μαλλιά και ένα περίεργο σημάδι στο λαιμό, κάτι σαν σκαλισμένα σύμβολα με λεπίδα, που είχαν γίνει πριν καιρό και η πληγή είχε κλείσει. Ένα σαδιστικό σημάδι σαν τατουάζ, τόσο ανατριχιαστικό.
Σαν σκιά χώθηκε μέσα στο μικρό, πνιγηρό δωμάτιο. "ξύπνησες πριγκίπισσα; μέρες έχω να σε δω ξύπνια." της είπε με μια φωνή βγαλμένη από τους χειρότερους εφιάλτες της. Δεν θα απαντούσε, δεν θα έπαιζε το παιχνίδι του. "Θα αρχίσω να σε φωνάζω σιωπηλή κούκλα γλυκιά μου" είπε και γέλασε διαπεραστικά, κάνοντας το κορμί της να τρέμει ανεξέλεγκτα.
Την πλησίασε αργά και άγγιξε το μάγουλο της και της ψιθύρισε "εσύ δεν είσαι σαν τις άλλες, γι αυτό να είσαι φρόνιμη και όλα θα πάνε καλά". Προσπάθησε να της δώσει ένα φιλί στο μάγουλο αλλά εκείνη απομακρύνθηκε και τον έφτυσε στο πρόσωπο. Εκείνος δεν φάνηκε να ενοχλείται, αντιθέτως γέλασε και έφυγε, κλείνοντας πίσω του την βαριά πόρτα.
Με το που έμεινε μόνη έβαλε τα κλάματα και άρχισε πάλι να τρέμει τόσο που δεν μπορούσε ούτε να σταθεί. Δεν ήξερε τι ήταν ικανός να της κάνει και η απειλή - προειδοποίηση "να είσαι φρόνιμη" την τρόμαζε ακόμα πιο πολύ.
Σιγά σιγά η κόπωση και το σκοτάδι την τύλιξαν και βρέθηκε στο μόνο μέρος που ήταν ασφαλής, στα όνειρα της. Μακριά από τον "δαίμονα", έξω από το κελί της στην αγκαλιά του αγαπημένου της. Όμως ένα ακόμα ουρλιαχτό την ξύπνησε και αυτή τη φορά ήταν το δικό της... 

Πορφυρά ΌνειραWhere stories live. Discover now