Κεφάλαιο 47ο

1.2K 86 8
                                    

          Δεν ήξερε εάν είχαν περάσει ώρες οι μέρες, δεν ήξερε εάν είναι πρωί ή βράδυ, το μόνο που γνώριζε είναι πως πονούσε. Πονούσε τόσο πολύ που το σώμα της δεν είχε το κουράγιο να βγει από το κρεβάτι, το στομάχι της είχε κλείσει και δεν είχε όρεξη να το γεμίσει με φαγητό, τα βλέφαρά της ήταν τόσο κουρασμένα για να τα ανοίξει, γεμάτα δάκρυα που συνέχιζαν να πέφτουν. Έτρεμε, έτρεμε από το κρύο, από τον φόβο, από το κλάμα.

          Έτρεμε και πονούσε.

          Ποτέ δεν είχε πονέσει τόσο πιο πριν. Ούτε όταν πέθανε η καλύτερή της φίλη, ούτε όταν ο Jasonσκότωσε τον Μάρκο. Ποτέ πιο πριν. Ήθελε να φωνάξει, μα δε μπορούσε, ήθελε να παρακαλέσει αυτή την ανώτερη δύναμη να της πάρει τον πόνο, γιατί δεν άντεχε άλλο. Τόσος πόνος στη ψυχή της και στη καρδιά της.

          Δε μπορούσε να πιστέψει πως ο Zayn της έκανε κάτι τέτοιο, πως της είχε φερθεί έτσι, πως της είχε μιλήσει τόσο άσχημα. Αυτός έπραξε λάθος κι όμως προσπάθησε να της ρίξει το φταίξιμο. Τόσο πολύ τη μισούσε και αυτήν τον αγαπούσε τόσο πολύ.

          Άρχισε να ουρλιάζει. Ήθελε να σταματήσει να σκέφτεται και να πονάει, ήθελε να ξεριζώσει τη καρδιά της από τα στήθια της καθώς την πονούσε τόσο πολύ. Ούρλιαζε και έκλαιγε μην αντέχοντας άλλο.

          Η πόρτα από το δωμάτιο της άνοιξε και τα παπλώματα από πάνω της τραβήχτηκαν με μιας. Είδε τη μητέρα της να τη κοιτάζει τρομαγμένη και να πέφτει δίπλα της πάνω στο στρώμα, την άρπαξε από τους καρπούς και τη τράβηξε με δύναμη κοντά της, έπιασε το πρόσωπό της και άρχισε να της μιλάει, όμως δεν την άκουγε, δεν άκουγε τίποτα πέρα από τα λόγια του Zayn, ξανά και ξανά.

          «Σταμάτα το!» ούρλιαξε στη μητέρα της και κάλυψε τα αφτιά της με τα χέρια της αλλά η φωνή δεν έφευγε. «Κάνε τον να σταματήσει! Πες του να πάψει να μιλάει. Πονάω. ΜΑΜΑ ΠΟΝΆΩ!» συνέχισε και προσπάθησε να ξεφύγει από πάνω της αλλά τα πόδια της μπερδεύτηκαν με το πάπλωμα με αποτέλεσμα να πέσει κάτω στο πάτωμα. Βρέθηκε στα τέσσερα και αμέσως έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες της.

          «ΊΖΑΜΠΕΛ ΤΙ ΈΓΙΝΕ;» της φώναξε η γυναίκα και γονάτισε μπροστά της, την έπιασε πάλι από τα χέρια και προσπάθησε να τη κάνει να τη κοιτάξει μα εκείνη αντιστέκονταν. «JASON!» είπε τώρα.

          «Τι έγινε;» ρώτησε ξαφνιασμένος αυτός καθώς έφτασε στο κατώφλι της πόρτας. Όταν τις είδε στο πάτωμα σάστισε και όταν συνειδητοποίησε πως η Ίζαμπελ έκλαιγε και ούρλιαζε άρχισε να θυμώνει. Την έπιασε γρήγορα από τα μπράτσα και την τράβηξε να σηκωθεί, την ταρακούνησε για λίγο αλλά εκείνη συνέχισε να τον αγνοεί και να κλαίει. «ΈΙ! ΤΙ ΈΓΙΝΕ; ΤΙ ΣΥΝΈΒΗ;» τη ρώτησε μα εκείνη κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε και τον παρακάλεσε να σταματήσει τις φωνές που άκουγε στο μυαλό της. «Έι-έι…» έκανε γρήγορα. «ΊΖΑΜΠΕΛ!» φώναξε και τη σφαλιάρισε κάνοντάς την επιτέλους να σωπάσει και να τον κοιτάξει.

Pull The TriggerWhere stories live. Discover now