Κεφάλαιο 49ο

1.2K 93 39
                                    

          Το πρωινό φως του ήλιο που έμπαινε από το δωμάτιο της και έπεφτε στο πρόσωπό της ήταν ο λόγος να την ξυπνήσει. Γύρισε ανάσκελα και τέντωσε το κορμί της ενώ παράλληλα χασμουρήθηκε. Έδιωξε τα σκεπάσματα και άφησε τις γυμνές πατούσες της να ακουμπήσουν το κρύο πάτωμα, έτριψε τα μάτια της και προχώρησε προς το παράθυρο. Τράβηξε αδύναμα τη κουρτίνα στο πλάι και κοίταξε έξω.

          Δεν είχε καταλάβει πότε έφτασε ο Γενάρης, αν και ήταν η αγαπημένη της εποχή διότι τότε χιόνιζε, τώρα ένιωθε να τη σιχαίνεται. Το χειμώνα πάντα ένιωθε μόνη, μα τώρα, ένιωθε ολομόναχη, και μοναχική, πως ίσως ποτέ δε θα κατάφερνε να ξεπεράσει αυτό το συναίσθημα, και το σιχαίνονταν. Προσπαθούσε να νιώσει πως οι φίλοι της ήταν εκεί, στο πλευρό της και νοιάζονταν, μα δε μπορούσε, ήταν λες και είχε μουδιάσει εσωτερικά, τόσο πολύ που απλά δε μπορούσε να νιώσει κάτι, ούτε λίγη χαρά όταν τους έβλεπε.

          Αναστέναξε και ακούμπησε το μέτωπό της στο κρύο τζάμι, τα δάχτυλά της ακούμπησαν σε αυτό και πάνω στο θολωμένο μέρος έγραψε το γράμμα Ζ και πάνω από αυτό το Χ. Είχε περάσει πολύς καιρός από τη τελευταία φορά που είχε ακούσει γι’ αυτόν ή που του είχε μιλήσει. Ήλπιζε βαθιά μέσα της πως κάποια στιγμή θα άλλαζαν τα πράγματα, πως ίσως γυρνούσε σε αυτήν, μα τώρα, ένιωθε τόση ντροπή που σκέφτηκε έστω για λίγο πως μπορούσε να έχουν πίσω ότι είχαν τότε. Τώρα ήξερε πως όλες οι ελπίδες είχαν χαθεί και πως έπρεπε να προχωρήσει με τη ζωή της.

Εξάλλου ένα αγόρι ήταν. Σωστά;

Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και απομακρύνθηκε από το παράθυρο με κατεύθυνση προς τη τουαλέτα, έβγαλε τα ρούχα της και άνοιξε τη βρύση, βρέθηκε κάτω από το κρύο νερό και πήρε μια κοφτή ανάσα, μετά όμως άρχισε να ζεσταίνεται και η ίδια της να το συνηθίζει.

Πίστευε πως με τον καιρό τα πράγματα θα γινόντουσαν καλύτερα και πιο εύκολα. Πως ο πόνος δε θα ήταν τόσο έντονος, η θλίψη θα έφευγε και θα κατάφερνε να ξεχαστεί για λίγο. Αλλά πίστευε λάθος. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Κάθε μέρα που ξυπνούσε ήταν ίδια. Μια μέρα χωρίς αυτόν. Ναι, η ίδια της τον έδιωξε, και κανείς δε μπορούσε να τη κατηγορήσει γι’ αυτό, μονάχα για το ότι ενώ αυτή ήταν που τον χώρισε, καθόταν και έκλαιγε και πονούσε.

Εάν γυρνούσε, εάν την έπαιρνε τηλέφωνο και της έλεγε πως έπρεπε να μιλήσουν, εάν ερχόταν το βράδυ κάτω από το παράθυρό της, εάν πήγαινε σχολείο της να τη ψάξει, εάν ζητούσε να ξαναπροσπαθήσουν, ίσως να απαντούσε ναι. Το μόνο που ήθελε ήταν να την κάνει να αισθανθεί σιγουριά, πως μπορούσε να τον εμπιστευτεί ξανά, πως όντως δεν ήταν παιχνίδι για εκείνον.

Pull The TriggerWhere stories live. Discover now