Κεφάλαιο 53ο

1.1K 96 39
                                    

Είχε ακουμπήσει το μέτωπό της στο τζάμι κοιτάζοντας έξω τη βροχή να δυναμώνει ακόμη περισσότερο, κάνοντας την ορατότητα τους πιο θολή. Ο Τζον οδηγούσε αργά και προσεκτικά, με απόλυτη ησυχία, χωρίς να παίζει μουσική από το ραδιόφωνο. Τα χέρι του κρατούσαν γερά το τιμόνι και τα χαρακτηριστικά του ήταν τσιτωμένα κάνοντάς τον να δείχνει μεγαλύτερο απ’ ότι ήταν, παρόλα αυτά δεν αποκάλυπταν τίποτα, ούτε πόνο, ούτε θλίψη. Αυτό προβλημάτιζε ιδιαίτερα την Ίζαμπελ καθώς ήθελε να ξέρει πώς το κάνει αυτό, πώς μπορεί και το κρύβει, ακόμα και στα μάτια του, εάν τα κοιτούσες δε μπορούσες να καταλάβεις τίποτα, έβλεπες μονάχα ένα γαλάζιο.

          «Σχολείο δεν έχεις;» την ρώτησε ξαφνικά.

          «Έχω» απάντησε αδύναμα.

          «Τι τάξη είσαι;»

          «Τελευταία»

          «Και γιατί είσαι εδώ; Και εχθές γιατί ήρθες σπίτι πρωί; Γιατί χάνεις μαθήματα; Η τελευταία τάξη είναι η πιο σημαντική» της είπε και τη κοίταξε για μια στιγμή προτού στρίψει το τιμόνι για να γυρίσει.

          «Γιατί δεν είναι σημαντική για μένα» του είπε απότομα και ανακάθισε στη θέση της κρατώντας με τα δυο της χέρια τη ζώνη.

          «Ακούς τι λες;» της είπε αυστηρά, ξαφνιάζοντάς την που έδειχνε να ενδιαφέρεται και να ενοχλείτε. «Και τι θα κάνεις στη ζωή σου αργότερα; Πώς θα συντηρήσεις τον εαυτό σου; Πώς σκοπεύεις να ζήσεις;»

          «Δεν το έχω σκεφτεί ακόμα…» μουρμούρισε η κοπέλα.

Η αλήθεια είναι όντως αυτή, ποτέ της δε σκέφτηκε το μέλλον γιατί γνωρίζει καλά πως δεν έχει μέλλον, όχι έπειτα από όσα έζησε και ξέρει πως θα ζήσει. Από τότε που μπήκε ο πατέρας της στη ζωή της όλα διαλύθηκαν, όλα τα σχέδια της και τα όνειρα που είχε κάνει, τα πάντα όλα εξαφανίστηκαν τόσο γρήγορα όσο σβήνει το φως από το κερί εάν το φυσήσεις. Ήξερε από τη πρώτη στιγμή πως δεν είχε ελπίδες, πως δεν έπρεπε να ονειρεύεται και να θέλει να ζήσει τη ζωή που σχεδίαζε πριν από αυτό, διότι ήξερε τι άνθρωπος ήταν ο πατέρας της και ήξερε πως δε θα τα κατάφερνε η ίδια της.

«Εάν χρειάζεσαι βοήθεια…» άρχισε να της λέει μα αυτή τον διέκοψε.

«Τι; Θα με βοηθήσεις εσύ;» γρύλισε νευριασμένα. «Εσύ που μέχρι χθες με ήθελες νεκρή; Που ήθελες να εξαφανιστώ από μπροστά σου και να μη μπλεχτώ ποτέ ξανά στην οικογένεια σου;» ειρωνεύτηκε και έβγαλε τη ζώνη με μια κίνηση.

Pull The TriggerWhere stories live. Discover now