Κεφάλαιο 7ο.

1.6K 126 0
                                    

Φραγγελάκηδες

Ήταν δύο τα ξημερώματα όταν άκουσα φωνές και ψιθύρους από τον κάτω όροφο. Τι συνέβαινε; Αναρωτήθηκα και έμεινα στην κορυφή των σκαλιών για να ακούσω τι είχε γίνει.
Άκουγα αντρικές και γυναικείες φωνές πανικοβλητες.

"Και τώρα τι γίνεται;" είπε η μητέρα μου ψιθυριστά στον θείο Βαγγέλη.
"Είναι στο νοσοκομείο. Δεν ξέρω λεπτομέρειες." απάντησε εκείνος.

Αμέσως σκέφτηκα πως κάτι έπαθε ο παππούς ή η γιαγιά.

" Ψάχνουν να βρουν ποιος το έκανε." μίλησε ο θείος Λάμπρος και έβγαλε το μαύρο σακάκι του.
" Δικός μας είναι."
" Φραγγελάκης σίγουρα;;" ρώτησε η μητέρα μου και ξεροκαταπιε.
" Ναι. Κάποιος κατέβηκε. Δεν ξέρουμε ποιος." είπε δειλά ο Βαγγέλης.
" Θα γίνουμε μαλλια κουβάρια πάλι." μουρμούρισε η μάνα μου ενώ τρεμοπαιζαν τα χέρια της.
" Θα μάθω ποιος και θα κατεβάσω την Μελπομένη κάτω " ειπε ο θείος Λάμπρος.

Η μάνα μου τον κοίταξε περίεργα.

" Την Μελπομένη να την αφηκεις ήσυχη Λάμπρο. Μια χαρα είναι με το Δεσποινιω πάνω. "
" Έχει γίνει δικηγορίνα, και θα μας βοηθήσει Ελευθερία."
"Βαγγέλη μην μπλέκουμε και άλλους στην ιστορία. Είπαμε κοπελιές δεν θα βάλουμε μέσα." μίλησε τρομαγμένη η μάνα μου και κοιτούσε στα μάτια τον θείο Λάμπρο σαν να του λεγε να βάλει λόγια στον μικρό αδερφό του.

Δεν ήθελα να ακούσω παραπάνω. Κατάλαβα αρκετά. Ξέρω τώρα πως ο παππούς μου είναι καλά. Κάτι άλλο συνεβη. Έπεσα για ύπνο ξανά με την σιγουριά καρφωμένη στο πρόσωπο μου.

Το άλλο πρωί, ετοιμάστηκα και βγήκα έξω να συναντήσω την Μαρία. Ίσως μάθαινα από αυτήν το είχε γίνει. Στην ίδια γειτονιά μενουμε, κάτι θα ήξερε.

"Έμαθες τα χτεσινοβραδυνα;" με ρώτησε η Μαρία θελωντας να ανοίξει κουβέντα για κουτσομπολιό.
" Όχι. Τι έγινε;"
" Κάποιος μαχαίρωσε την Αμαλία. Την ξαδέρφη του Ζήση."
" Α ναι;"
"Ναι."
"Ξέρεις ποιος το έκαμε;"
"Κάτι ακούγεται για Αθηναίους αλλά δεν ξέρω. "
" Α."
"Ακομα δεν τον ξέρω αυτόν τον Ζήση. Πουθενά δεν τον έχει πάρει το μάτι μου. Να δούμε πως είναι βρε αδερφέ! "
" Εκεί το νου σου εσύ " της απάντησα και την εσπρωξα στον ώμο έτσι για πλάκα.

Κατεβήκαμε τα στενά του δρόμου και μυριζαμε τα λουλούδια στα χαμηλά μπαλκονάκια των σπιτιών. Λογίων λογίων λουλούδια και μυρουδιες. Μύριζε και κάτι άλλο. Κάτι... Κάτι σαν εξάτμιση.

" Καλημέρα στις όμορφες κοπελιές!"

Αμαν! Να τος! Εκείνος ο φίλος του κυρίου Ματθαίου! Μα τι ωραίος που είναι. Αυτό το δερμάτινο το μπουφάν και τα ανέμελα μαλλιά του. Αχ! Θεέ μου δώσε μου κουράγιο να μην πέσω!

"Καλημέρα σας!" είπαμε και οι δύο με μια φωνή.
" Αχ με αυτό το σας! Πείτε πως είμαι τα ίδια χρονιά με εσάς βρε! Μιλάτε στον ενικό!" είπε και έβγαλε το κράνος του από τον αγκώνα.
"Καλημέρα" είπα εγώ παίρνοντας πρωτοβουλία.
"Καλημέρα λες. Το όνομα σου δεν μας το έχεις πει όμως"
"Χαραυγή" αναφώνησα και ένιωθα σαν να ήμουν μονάχη μου σε όλο το λεκανοπέδιο.
" Εμείς την φωνάζουμε Χαρά!" πετάχτηκε η Μαρία από πίσω.
"Το Χαραυγή είναι πιο ωραίο. Εγώ Χαραυγή θα σε λέω" απάντησε και εγώ απλά τον κοιτούσα σαν χαμένη.
" Και πάλι καλημέρα κορίτσια! Θα τα πούμε!" είπε και έφυγε.

Εγώ εκείνη την στιγμή ένιωσα ένα φτερουγισμα εκεί ανάμεσα στο στήθος! Αλλά η Μαρία όλα τα καταστρέφει.

" Εμένα δεν με ρώτησε  πως με λένε Χαρούλα! Τι γίνεται εδώ;;" είπε με ένα βλέμμα ειρωνικό.
"Τίποτε"

Το απέφυγα το σχόλιο και είπα πως έπρεπε να φύγω. Η Μαρία με κοιτούσε περίεργα. Άμα δεν ήταν εκείνη εκεί μπορει να είχε καθίσει περισσότερο. Η Μαρία απωθεί τον κόσμο όταν δεν τον συμπαθεί. Φάνηκε πως δεν τον συμπάθησε.

Πήγα στο σπίτι και έλειπαν όλοι. Χτύπησε το σταθερό τηλέφωνο στην κουζίνα.

"Ναι;"
"Χαρά!"
"Έλα μαμά!"
" Μην βγεις από το σπίτι οσοτου να γυρίσω. Κλείδωσε τις πόρτες και μην βγεις από μέσα!"
"Τι έγινε πάλι;"
"Με άκουσες;; Αυτό που σου είπα! Δεν θα σηκώσεις τηλέφωνα άγνωστα. Μονάχα αν ξέρεις ποιος είναι. Έχω κεφτεδακια στο ψυγείο. Κάτσε να φας και μείνε στο σπίτι. Εντάξει; "
" Εντάξει" είπα και της το εκλεισα.

Τι έγινε πάλι. Άκουγα θόρυβο. Ποιος ξέρει που μπλέξαμε ξανά.

Έκατσα να φάω και κάθισα στην τηλεόραση να δω μια ταινία. Πρώτου προλάβω να φάω την τελευταία μπουκιά χτύπησε το τηλέφωνο μου. Ήταν ο θείος Βαγγέλης.

" Έλα Χαρούλα τι κάνεις;"
"Εδω τρώω. Θα μου εξηγήσει κανεις επιτέλους τι γινεται ρε Βαγγέλη;; Με έχετε στην απέξω και κάνω ότι θέλετε. Τουλάχιστον να ήξερα το γιατί."
"Φέρνουμε τον παππού με την γιαγιά εκεί"
"Αλήθεια;;;;;" είπα και έβγαλα μια κραυγή χαράς!
" Ναι. Μόνο να μην το μάθουν στην γειτονιά εντάξει; "
" Κιχ δεν θα πω! Θα ετοιμάσω το σπίτι! Πότε έρχεστε; "
" Γύρω στις 3 το βράδυ. Είμαστε με πλοίο για Αθήνα. Θα φέρουμε και την Μάνια μαζί μας. "
" Την Μάνια γιατί; "
" Μικρή μην ρωτάς πολλά! Αντε γειά τώρα! "
" Γειά! "

Αυτά ήταν τα λόγια που ανταλλάξαμε και έκλεισα βιαστικά το τηλέφωνο.

"Ανάθεμα την βεντέτα"Where stories live. Discover now