Φραγγελάκηδες
"Χαρά τρέχα! Τρέχα! Στον απάνω δρόμο! Τρέχα σου λέω!" λαχανιασμένος ο Βαγγέλης φώναζε από μακριά και εγώ άρχισα να τρέχω γεμάτη φόβο. Άκουσα μια κραυγή . Παναγία μου! Θεέ μου βοηθά με!
"Βαγγέλη! Θείε μου! Βοήθεια χωριανοί!" άρχισα να κλαίω με ένα ποτάμι δάκρυα! Λουσμένη με ιδρώτα γύρισα πίσω. Ο θείος μου ήταν ματωμενος και κρατούσε την πληγή του. Εγώ φώναζα από φόβο. Άκουγα συνεχώς μια φωνή από πάνω μου.
"Χαρά! Χαρά! Χαρά ξύπνα!"Ήταν ένα όνειρο. Χριστέ μου σε ευχαριστώ. Τρόμαξα. Τρόμαξα πολύ. Ξύπνησα ιδρωμένη και κακόκεφη μετά από αυτό. Με ξύπνησε η Μάνια, η αδερφή μου από την Αθήνα.
"Μάνια μου!" της είπα στοργικά και την αγκάλιασα όσο πιο δυνατά μπορούσα.
" Μικρούλα μου! Πόσο μου λείψατε!"
" Πότε ήρθατε;"
"Πριν δύο τρεις ώρες" είπε με μια ανακούφιση και έκατσε στο κρεβάτι μου σταυροποδι.
"Ο παππούς με την γιαγιά;" την ρώτησα με βαθιά αγωνία για να σιγουρευτώ ότι ήρθαν.
"Πήγαν με τον θείο Λάμπρο στο σπίτι στην Πλάκα "
" Στην Πλάκα; Γιατί έτσι; "
" Δεν χωρουσαμε όλοι εδώ. Θα μείνει και ο Λάμπρος όταν έρθει."
"Ο Βαγγέλης; Εδώ είναι ή στην Πλάκα;" την ρώτησα και περίμενα μια άμεση απάντηση. Που μόνο άμεση δεν ήταν.
" Όχι... Έμεινε στην Αθήνα." είπε κοφτά και έδειξε πως ήθελε να σταματήσουμε την συζήτηση.
" Γιατί;; Έπαθε κάτι;; "
" Όχι. Η Δέσποινα δεν μπόρεσε να μείνει μόνη της. Ήθελε κάποιον μέσα στο σπίτι μαζί της."
"Ο Μάνος εκεί είναι. Γιατί δεν τον βάλατε να μείνει μαζί της "
"Είχε εξεταστική."
"Κάτι δεν μου κολλάει Μάνια σε όλο αυτό"
"Είσαι καχύποπτη πολύ Χαρά" απάντησε και κατέβηκε από το κρεβάτι για να πάει στην κουζίνα.Το όνειρο δεν ήτανε τυχαίο. Κάτι θα συνέβαινε σύντομα ή έχει ήδη συμβεί. Δεν μου λέγανε. Γιατί δεν μου λέγανε; Εγώ θα μάθαινα. Και σύντομα μάλιστα. Πολύ σύντομα.
Το μεσημέρι, γύρω στις 3, καθίσαμε στο τραπέζι, εγώ, η μαμά μου, η αδερφή μου και ο θείος Λάμπρος. Πήρε ο καθένας την θέση του στο τραπέζι και καθίσαμε να φάμε. Εγώ ήμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Δεν μπορούσα να συνηδητοποιησω τον λόγο που δεν έφεραν τους δικούς μου εδω. Ήθελα να μάθω για τον Βαγγέλη.
" Είχατε καλό ταξίδι;" ρώτησα και έφαγα μια πιρουνιά από την πράσινη σαλάτα που άφηνε μια ελαφριά ξινιλα στον ουρανίσκο μου από το λεμόνι.
"Ε ναι." είπε η μαμά μου με ένα ύφος αδιαφορίας.
"Και ο Βαγγέλης γιατί δεν ήρθε μαζί σας θείε; Ήθελε να κάτσει στην Αθήνα με την Δέσποινα;" είπα με ένα υπονοούμενο να αιωρείται στην ατμόσφαιρα.
"Όχι. Έμεινε ο Μάνος μαζί της" απάντησε ο θείος Μάνος και το ψέμα της αδερφής μου αποκαλύφθηκε.
Εκείνη ξεροκαταπιε και ήπιε μια γουλιά από το νερό που βρισκόταν δίπλα της.
" Α ναι. Και ο Βαγγέλης τότε Μελπομένη μου; Που στο διαολο είναι;" φώναξα και σταμάτησαν όλοι να τρώνε. Η μαμά μου χτύπησε το χέρι της στο τραπέζι φανερά ενοχλημένη με την αντίδραση μου.
"Χαρά! Τι λόγια είναι αυτά μπροστά στον θείο σου!"
"Με έχετε φλομώσει στο ψέμα μαμά! Θείε είχα περισσότερη εμπιστοσύνη σε εσένα! Γιατί με κοροϊδεύετε όλοι! Έχει μάθει όλο το χωριό για αυτήν την Αμαλία που κάποιος την μαχαίρωσε!"
"Ωραία λοιπόν! Θες να μάθεις! Θα σου πω εγώ! " μίλησε εκνευρισμένη η αδερφή μου.
" Μελπομένη σε παρακαλώ! " φώναξε η μάνα μου και κράτησε τον καρπό της αδερφής μου σφιχτά.
" Ο Μάνος την μαχαίρωσε και ο Βαγγέλης είναι εκεί για να τον προσέχει μην κάνει καμία ανοησία! Ορίστε! Ικανοποιημενη τώρα! "
" Ο Μάνος; Ο Μάνος γιατί;" ρώτησα τον θείο Λάμπρο.
" Δεν ξέρω Χαρά. Δεν μιλά σε κανέναν. Δεν θέλει να μιλήσει σε κανέναν. Μόνο ο Βαγγέλης μπορεί να τον ηρεμήσει."
"Η Μελπομένη γιαυτό ήρθε. Εχει γνώσεις για το θέμα. " συμπλήρωσε.
" Και τον παππού σου τον πήγαμε στην Πλάκα για να μην τον βρουν οι Μπρουσαλάκηδες. Ξέρουν ότι είναι Φραγγελάκης αυτός που την μαχαίρωσε. " είπε η μαμά και έκανε πίσω την καρέκλα της, δείγμα του ότι είχε τελειώσει το φαγητό της.
" Γιατί την Αμαλία όμως;" αναρωτήθηκε η αδερφή μου με το κουτάλι στο στόμα της.
" Αυτό πρέπει να σου το απαντήσει ο ίδιος για να δούμε τι θα κάνουμε "
" Η αστυνομία φαντάζομαι ερευνά την υπόθεση." είπε ο θείος και κατέβασε με μιας το ποτήρι με τσίπουρο που είχε μπροστά του. Με τον μορφασμο του κατάλαβα ότι του άρεσε που έτσουξε τον λαιμό του.Πάλι άλλα τραβαλα είχαμε. Εγώ φαντάζομαι πως η Αμαλία δεν έφταιγε πουθενά. Ο Μάνος. Ο Μάνος ήταν αυτός που έσκασε από όλη την πίεση και τα έριξε όλα πάνω της. Μα γιατί;
ESTÁS LEYENDO
"Ανάθεμα την βεντέτα"
RomanceΚρατά χρόνια η βεντέτα. Ερχόμενη από δύο ορεινά χωριά της Κρήτης, μια ιστορία μισους από το 1990 που στα σύγχρονα χρόνια εξελίσσεται αναμεσα στις δύο οικογένειες σε ιστορία αγάπης. Όλοι προσπαθούν να χωρίσουν το ζευγάρι αλλά μια σειρά γεγονότων πυρο...