Κεφάλαιο 38ο.

793 71 6
                                    

° 08.23 π.μ - Σπίτι Παύλου

Η πόρτα χτύπησε διστακτικά με δύο απλούς χτύπους. Η φιγούρα της καμαριέρας εμφανίστηκε πίσω από την πόρτα.

" Κυρία Χαρά. Ήρθε η πεθερά σας. Είναι κάτω. " είπε ψιθυριστά για να μην σηκώσει απότομα την Χαρά.
" Τι; Είναι εδω;" απάντησε χασμουριώντας
" Ναι. Ήρθε πριν λίγο. Τι να κανω; "
" Ποπο. Θα κατέβω εγώ σε λίγο. Ο Παυλος; " αναρωτήθηκε.
" Είναι στο δίπλα δωμάτιο. Κοιμάται ακόμα. "
" Καλά. Φτιάξε πρωινό και πες της ότι σε λίγο θα έρθω." είπε ενώ προχωρούσε προς το εσωτερικό μπάνιο.

Βγαίνοντας απο το μπάνιο συνειδητοποίησε πως η ώρα ήταν εννιά και η πεθερά της περίμενε μισή ώρα μόνη της . Βιάστηκε και βγήκε από το δωμάτιο αλλά έπεσε πάνω της με αποτέλεσμα να την πιάσει απροετοίμαστη και να την αιφνιδιάσει.

" Χαρούλα μου! Καλημέρα κορίτσι μου! Μια ώρα σας περιμένω που ειστε!"
" Βγήκαμε λίγο αργά χθες γι'αυτό"
" Αλίμονο. Νιοπαντροι είσαστε! Ο προκομενος ο γιος μου δεν ξύπνησε ακομα;"
" Μια στιγμη να παω να τον ξυπνησω από δίπλα."
" Χώρια κοιμηθηκατε κόρη μου;"

Να που τελικά δεν ειναι τόσο εύκολο να προσποιήσαι το ερωτευμένο και ευτυχισμένο ζευγάρι σαν να μην έχει συμβεί απολύτως τίποτα. Η πρώτη στραβή μπορεί να προδώσει όλη την αλήθεια και τα πάντα να καταστραφούν.

" Γύρισε μεσανυχτα " είπε φοβούμενη να μην γίνουν περισσότερες ερωτήσεις και μπήκε στο δωμάτιο.

Επικρατούσε ένα χάος. Τα ρούχα του ήταν πεταμένα εδώ και εκεί. Σήκωσε το πουκάμισο του από το πάτωμα. Μύριζε τσιγάρο και ήταν γεμάτο κοκκιναδια από κραγιόν. Φορούσε κόκκινο κραγιόν η λεγάμενη. Πήγε στο προσκέφαλο του και αντίκρισε το κορμί του που αχνοφαίνοταν από το σεντόνι που είχε απλώσει πάνω του. Ήταν γυρισμένος μπρούμυτα και στα μαλλιά του ήταν μπλεγμένα τα δάχτυλα των χεριών του. Κοιμόταν βαριά και δύσκολα τον ξύπναγε κάποιος.

" Ξύπνα Παύλο. " του έλεγε ξανά και ξανά ενώ τον σκουνταγε στα γεροδεμένα του μπράτσα.
" Τι θες; Άφησε με να κοιμηθώ. " είπε και γύρισε από την άλλη μεριά.
" Έχει έρθει η μαμά σου. Μας περιμένει. "
" Τι; Σοβαρά; " μουρμούρισε μέσα απο τα δόντια του.
" Ναι. Σήκω. Περιμένει πολύ ώρα."
" Και εσύ τι κάνεις τότε εδω; Πήγαινε μαζί της."
" Χαλάρωσε λίγο. Τι επαθες στα καλά καθούμενα. "
" Ένα λάθος είμαι έτσι και αλλιώς τι σε νοιάζει τι επαθα; " είπε και σηκώθηκε από το κρεβάτι.
" Σου είπα δεν το εννοούσα. Και πήγαινε να κάνεις ένα ντους. Βρωμοκοπάς ουίσκι και τσιγάρο από μακριά. "

"Ανάθεμα την βεντέτα"Where stories live. Discover now