Κεφάλαιο 19ο.

1K 97 6
                                    

Φραγγελάκηδες

Όταν τον είδα να κατεβαίνει είπα πως είμαι σε άλλη ζωή, εποχή, αιώνα, δεν ξέρω! Είναι δυνατόν ο άνθρωπος που ερωτεύτηκα να ευθύνεται για τον χαμό του πατέρα μου! Είναι δυνατόν το παιδι που περιμένω να είναι ενός Μπρουσαλάκη! Όταν τον είδα να απευθύνεται με αυτόν τον τρόπο στην οικογένεια μου και να μιλάνε οι δικοί του έτσι σε εμάς τότε κατάλαβα ότι αυτή η σχέση ήταν καταδικασμενη. Δεν έπρεπε! Δεν έπρεπε να τον ερωτευτώ! Να τον αγαπήσω! Ήταν λάθος! Μοιραίο και μεγάλο λάθος!

" Φτάνει τώρα. Τα είπατε." είπε η ψιλόλιγνη γυναίκα που κρατούσε από το χέρι την Αμαλία.
" Μην σας δώ στο κατώφλι του σπιτιού μου ξανά." συμφώνησε μια άλλη γυναίκα που ήταν δίπλα σε έναν ψιλό άντρα με λευκά γένια, άκουσα τον λέγανε Κωστή.
" Θα λογαριαστούμε πάλι Σταυρούλα, δεν τελειώσαμε ακόμα!" είπε η μάνα μου κρατώντας με σφιχτά από το χέρι.
" Έλα μάνα φτάνει " προσπάθησε η αδερφή μου να την σταματήσει.
" Άμα λογαριαστουμε να ξέρεις πως δεν θα είναι για καλό και δεν θα είναι σε σπίτι αλλα σε εκκλησία "
" Πάψε Στέλλα! "
" Την κατάρα μου να έχεις!"
" Ελευθερία! Σκασμός!" είπε ο θείος Λάμπρος και μας αποστομωσε όλους.

Η σιωπή ζωγραφίστηκε στα πρόσωπα όλων ενώ το κρύο διαπερνούσε τα κορμιά μας. Η Αμαλία δίστασε να μείνει και ανέβηκε πάνω. Ο ξάδερφος μου την απείλησε.

" Αμαλία εάν φύγεις και ανέβεις πάνω θα πάρω ένα μαχαίρι και θα αυτοκτονήσω. Στο λέω!"
" Μάνο φτάνει με τις απειλές σου. Ζήσε την ζωή σου και εγώ την δική μου. Δεν ωφελεί σε τίποτα αυτό που κάνεις. Δεν ωφελεί και κανέναν"
" Εμενα με ωφελεί. Αν πεθάνω τουλαχιστον θα ξέρεις πως σε αγάπησα κι θα ξέρω και γω πως είσαι από εκεί ψηλά. "
" Αυτό ήτανε! Βαγγέλη παρτον. Παρτον μην τον θάψω στη γη. " είπε ο θείος Λάμπρος εξοργισμένος και βαθιά πληγωμένος από τα λόγια του μονάκριβου γιου του.
" Αφήστε με! Άφησε με θείε! "
" Έλα Μάνο. Έλα. "

Τον έπιασε από τα μπράτσα και τον έσερνε στον δρόμο. Ο θείος Λάμπρος έσπρωξε την μητέρα μου ως δείγμα φυγής και η Μάνια πήγε μαζί τους. Εγώ τους ακολούθησα. Έριξα μια κόφτη ματιά στον Ζήση. Ναι τώρα έμαθα και πως τον λένε. Ζήσης Μπρουσαλάκης. Όνομα και πράμα. Αλλά τι όνομα. Το όνομα που στοιχειώνει την οικογένεια μου πάνω από 10 χρόνια. Αυτό το όνομα έχει καταστρέψει την ζωή μας. Έχασα τον πατέρα μου, τα δύο του αδέρφια, την ζωή με τον παππού μου και την μητέρα μου. Ναι είναι σαν χαμένη. Χαμένη από χέρι. Αλλά τι να κάμω. Τι μπορώ; Δεν μπορώ τίποτα! Είμαι η μικρή φαίνεται και δεν περνά η γνώμη μου. Ότι και να θέλω να κάμω δεν μπορώ.

Πήγαμε όλοι σπίτι. Δεν μιλούσαμε. Δεν ξέρω που πήγαν οι υπόλοιποι. Δεν ήθελα να μάθω. Ακόμα και η Μάνια έφυγε. Εγώ και η μάνα μείναμε σπίτι.

Οι μέρες πέρασαν και είχα εξαφανιστεί από προσώπου γης. Το έπαιζα άρρωστη. Δεν ήθελα να δω κανένα. Χάθηκα από τότε που είδα τον Ζήση εκεί. Χάθηκα.


Γειά σε όλους και όλες! Τι μου κάνετε;; Έχω καιρό να σας γράψω ένα σημειώματακι! Πείτε μου την γνώμη σας και γράψτε μου στα σχόλια την συνέχεια που πίστευετε ή θέλετε να έχει η ιστορία. Μην ξεχάσετε το αστεράκι κάτω αριστερά! Σμουτςςς😘😘😘

"Ανάθεμα την βεντέτα"Where stories live. Discover now