Κεφάλαιο 46ο.

721 65 3
                                    

" Όλα άρχισαν πριν περίπου 50 χρόνια. Ήμουν κοντά στα 26 μου τότε. Νέο κοπέλι, φρέσκο, μόλις είχα γυρίσει από το φανταρικό μου. Έπρεπε να νοικοκυρευτώ και εγώ. Μου έφερναν ειδών ειδών κοπελιές αλλά εγώ είχα κολλήσει με μιαν μοναχά. Η Ευγενία του Μπρουσαλάκη μ'άρεσε. Εκείνη ήταν 19 χρονώ. Μου είχε πάρει τα μυαλά. Την έβλεπα στην πλατεία σα καθότανε στο πόδι του κυρ Κούλλη στο καφενείο και κερνούσε τσικουδιές αμαν ήτανε στα καλά της. Εμένα με είχε κεράσει κάμποσες. Ήταν ανέμελη και γλυκιά. Μιαν μέρα πήγα με την λύρα μου στο μαγαζί. Ήτανε μόνη της. Της έπαιξα τον Ερωτόκριτο. Με κοιτούσε στα μάτια. Χάρηκα που είμασταν μοναχοί και μπορούσα να της μιλήσω πιο άνετα. Αγαπιόμασταν πολύ από τότε. Με ερωτεύτηκε και εγώ την αγαπούσα όσο τίποτα άλλο. Πήγα να την ζητήσω μιαν μέρα. Σενιαρισμένος και με την λύρα μου έφτασα σπίτι της. Ο πατέρας της μόλις με είδε με έδιωξε. Δεν είχα τελειώσει καλά καλά το Λύκειο. Δουλειά μόνιμη δεν είχα. Τα χωράφια ήταν ακόμα στο όνομα του πατέρα μου και δεν μπορούσα να τα πάρω. Ο κυρ Κούλλης δεν μου την έδινε. Ήμουν ένας φτωχός αλητάμπουρας με μια λύρα παραμάσχαλα. Αλλά εγώ την ήθελα. Την είχα μέσα στην καρδιά μου. " είπε βήχοντας .
" Παππού αν δεν νιώθεις καλά μην μου τα λες. "
" Όχι Χαρά μου θα σου μιλήσω. "

Έκανε μια παύση και συνέχισε.

" Εγώ την συναντούσα στα κρυφά. Βλεπόμασταν συχνά. Στο καφενείο πια δεν πήγαινα. Ο πατέρας της μου το απαγορεύει να μπαίνω.  Αλλά μια μέρα σταμάτησε να έρχεται στο στέκι μας. Αναρωτήθηκα τι είχε γίνει. Έναν ολόκληρο χρόνο δεν την είχα δει. Τελικά έπιασα δουλειά όμως. Σε ένα συνεργείο έξω από τα Σφακιά. Μόλις πήρα τα πρώτα χρήματα πήγα να την ξαναζητήσω. Έριξα κάποιες κλεφτές ματιές από το παράθυρο για να σιγουρευτώ ότι ήτανε μέσα. Εκείνη την στιγμή την είδα. Όχι μόνο εκείνη αλλά και τον άντρα της. Είχε παντρευτεί. Πότε είχε προλάβει ούτε εκείνη κατάλαβε. Αλλά εκείνο που με μαχαίρωσε ήταν ότι περίμενε παιδί. Της είχα υποσχεθεί και μου το είχε εκμυστηρευτεί ότι εγώ θα ήμουν ο πρώτος που θα την άγγιζε. Ήταν έγκυος και εγώ πια έπαψα να υπάρχω. Πέταξα την ανθοδέσμη χάμω και έφυγα τρέχοντας. Σαν σήμερα το θυμάμαι. "
" Το παιδί αυτό ποιο είναι; Το ξέρω; "
" Θα σου πω. Άφησε με να συνεχίσω. " συμπλήρωσε.
" Μετά από κάποιους μήνες γέννησε. Ένα αγόρι. Ο άντρας της θυμάμαι ήταν πολύ πλούσιος. Αλλά δεν την αγαπούσε διόλου. Μόνο εγώ. Μόνο εγώ ήξερα να την κάνω ευτυχισμένη. Όταν ο γερό Κούλλης αρρώστησε και πήγαινε σπάνια πια στο καφενείο αφήνοντας στο πόστο του τον αδερφό του Θανάση, περνούσα από εκεί. Έπαιρνα την λύρα μου ξανά και έπαιζα. Ο Ερωτόκριτος ξανακούστηκε και η Ευγενία μου βγήκε από την κουζίνα. Δεν ήξερα ότι ήταν εκεί. Σαν με είδε θωρησε την φωνή μου. Της έπεσαν κάτι ποτήρια εκείνη την ώρα και όλοι τραντάχτηκαν. Εγώ ξανάνιωσα. Μου έλειψε η παρουσία της. Έφυγα από το καφενείο και έκατσα να την περιμένω πίσω από ένα μαγαζί. Εκείνη όταν βγήκε αργά το βράδυ σαν να περίμενε να βγω. Με είδε τελικά και με πλησίασε. Να τη φορά την φίλησα Χαρά μου. Πρώτη φορά! Ήταν η πιο γλυκιά στιγμή της ζωής μου. Αμέσως την πήρα στην αγκαλιά μου. Εκείνη την νύχτα την περάσαμε μαζί. Το βράδυ αποφασίσαμε να κλεφτούμε. Θα έπαιρνε τον Κωστάκη και θα φεύγαμε. Αλλά όταν βγήκε από το σπίτι ο άντρας της ξύπνησε. Άρπαξε μια καραμπίνα και άρχισε να μας κυνηγά. Και τους τρεις. Ο άντρας της ειδοποίησε και τους θείους της, τον Θανάση και τον Λευτέρη. Τρέχαμε στο χωριό σαν χαμένοι. Τελικά βρεθήκαμε όλοι κοντά σε έναν γκρεμό. Ακόμα θυμάμαι τα λόγια του άντρα της. 《 Κάνε πέρα Φραγγελάκη αλλιώς θα σε την μπουμπουνήσω. 》 Τότε η Ευγενία μπήκε μπροστά μου. Η σφαίρα την έφαγε ξόφαλτσα. Λέγανε ότι εγώ την έφαγα. Ότι εγώ την σκότωσα αλλά στην πραγματικότητα την σκότωσε ο άντρας της. "
" Αλήθεια παππού; Και όλη η βεντέτα; Χάθηκε τόσος κόσμος! Γιατί; Ποιοι ήταν όλοι αυτοί; Ζούνε τώρα; "
" Ο Κωστάκης είναι ο Κωστής εγγονή. Ο Κωστής Μπρουσαλάκης. Αυτό το παιδί εγώ ο ίδιος το μετέφερα μέχρι το σπίτι του όταν η δόλια η μάνα του πέθανε. Γι'αυτό σας καταλαβαίνω. Γιατί τα έζησα και ξέρω. "
" Δηλαδή το όνομα του πατέρα της Ευγενίας είναι Κυριάκος. Όπως έβγαλε ο Κωστής τον γιο του. "
" Ακριβώς. " είπε και ξερόβηξε για πολλοστή φορά.
" Ο πατέρας μου; Ο πατέρας του Ζηση; Της Αμαλίας; Ο άλλος σου ο γιος; Τι απέγιναν όλοι; "
" Το χωριό ήξερε ότι εγώ την σκότωσα την Ευγενία. Αμέσως κρύφτηκα στην Αθήνα. Εκεί γνώρισα και την γιαγιά. Ζήσαμε τόσα χρόνια εκεί που κάμαμε και τον πατέρα σου και τον Πέτρο τον δίδυμο του. Μετά από λίγο τον Λάμπρο και αργότερα τον Βαγγέλη. Κάποια στιγμή ο πατέρας σου ήθελε να έρθει εδώ. Γνώρισε την μάνα σου την συγχωρεμένη και έκαμε και αυτός τα πρώτα του παιδιά. Οι Μπρουσαλάκηδες δεν γνώριζαν ότι ήτανε γιος μου. Ζούσανε στην άλλη άκρη του νησιού τότε. Όταν πέθανε ο άντρας της Ευγενίας ήρθανε από δω όλοι τους. Μαζί και ο Ζήσης με την Αμαλία. Οι θείοι της Ευγενίας έκαμαν τα παιδιά τους και εκείνοι με την σειρά τους δικά τους παιδιά. Όταν κατέβηκα για το μνημόσυνο της Ευγενίας με είδανε. Εναντιώθηκαν. Με μιας ο πατέρας του Ζηση και της Αμαλίας πήρανε τα όπλα τους και ο Λεωνίδας μου ήθελε να με προστατέψει. Τους είπα να με χτυπήσουν άμα έχουν το θάρρος. Γέρος άνθρωπος. Ο Λάμπρος τότε ήτανε με τον Βαγγέλη και τον Μάνο μικρό θυμάμαι. "
" Είχε παντρευτεί ήδη ο θείος τότε δηλαδή. "
" Ναι. Μόλις. "
" Και μετά; "
" Οι γυναίκες κλειδαμπαρώθηκαν στα σπίτια τους. Είχαμε μείνει μόνο άντρες. Εγώ, ο πατέρας του Ζηση ο Στρατής, ο πατέρας της Αμαλίας ο Σήφης , ο Λάμπρος, ο Λεωνίδας, ο Πέτρος  και ο Βαγγέλης. Ξάφνου αρχίσαμε τους πυροβολισμούς έτσι άσχετα. Δεν πετύχαμε κανέναν όμως. Ανθρώπινες ζωές ήτανε. Οι Μπρουσαλάκηδες έκαμαν να φύγουν και ο Βαγγελάκης τότε κάμποσο δεκαέξι χρονώ άστραψε μια με το όπλο στον Σήφη. Έριξε κάτω το όπλο και οι Μπρουσαλάκηδες άρχισαν να πυροβολούν. Μια σφαίρα πέτυχε τον Πέτρο. Ποιανού ήτανε δεν ήξεραν. Τότε μας σταμάτησαν οι χωριανοί. Κανένας δεν ήξερε ότι ο Βαγγέλης τον σκότωσε. Δεν πρόλαβε να δει. Ανήλικος ήτανε. Τον λόγο τον πήρε ο πατέρας σου. Γι'αυτό του αστραψανε άλλη μια φορά όταν γυρνούσε από τα αμπέλια. Του την είχανε στήσει. Ο Στρατής το έκαμε. Το 'μάθε ο Λάμπρος και έγινε έξω φρενών. Του σκοτώσανε και άλλον αδερφό. Η γιαγιά σου είχε μαραζώσει. Δεν ήθελε να βλέπει κανέναν. Είχε μείνει ζωντανός ο Στρατής και δεν μπορούσαμε να το χωνέψουμε. Ο Λάμπρος μιαν μέρα τον περίμενε έξω από το καφενείο του κυρ Κουλλη που ήτανε τότε και τον μαχαίρωσε. Εξαφανίστηκε στην Αθήνα τότε. Έφυγαν και η Στέλλα με την Αμαλία και τον Ζήση για την Αγγλία και ξεχάστηκε το θέμα. "
" Παππού ... " άρχισε να κλαίει αθόρυβα
" Τι έπαθες κόρη μου ;" είπε ξανά ξεροβήχοντας.
" Τον γιο μου τον ονόμασα Στράτο. Τον είπα Στρατή. Ο φονιάς του πατέρα μου είναι ο πατέρας του μπαμπά του γιου μου. Έδωσα το όνομα του φονιά."
" Μην στενοχωριέσαι. Δεν είναι όλοι οι Στρατήδες ίδιοι. " είπε κλαίγοντας και έκλεισε τα μάτια του για να αναπαυθεί.






Γεια σας παιδιά! Χίλια συγγνώμη αν υπάρχουν κάποια κενά σε όλο το κεφάλαιο αλλά έπρεπε κάπως να τα δέσω. Απέμειναν 5 κεφάλαια ακόμα. Όσο εγώ τελειώνω αυτό ελπίζω να έχετε σκεφτεί το τέλος της ιστορίας και να έχετε αρχίσει το νέο μου βιβλίο. Κλασικά γνώμη και φυσικά πατήστε το αστεράκι κάτω αριστερά. Σας φιλώ!
Σμουτςςς 😘😘😘

"Ανάθεμα την βεντέτα"Where stories live. Discover now