Κεφάλαιο 18ο.

1K 102 3
                                    

Μπρουσαλάκηδες

Γύρισα στο σπίτι και μετά από ένα μισάωρο, αφού είχα πάει στο δωμάτιο μου έτοιμο; να πέσω για ύπνο, ακουγόντουσαν φωνές από τον κήπο του σπιτιού. Βγήκα έξω από το δωμάτιο να δω τι συνέβαινε και αντίκρισα τον θείο Κωστή με την θεία Σταυρούλα και την μητέρα μου να κρατά από το χέρι την Αμαλία.

" Ζήση, Κωστή! Τι συμβαίνει εκεί έξω;" ρώτησε η θεία Σταυρούλα με τον φόβο ζωγραφισμένο στο ρυτιδιασμενο πρόσωπο της.
" Κάτσε να δούμε." είπε ο θείος και άνοιξε το παράθυρο του διαδρόμου που έβλεπε τον κήπο.
....
" Αμαλία! Αμαλία! Γύρνα πίσω! Σε θέλω! Για εσένα ήρθα! "
" Μανώλη σώπασε! Πάμε να φύγουμε γιε μου! Έλα!"
" Πατέρα δεν πάω πουθενά! Αμαλία! Κατέβα να σε αγναντέψω! Ήρθα για εσένα!"
" Μες το μαύρο χάραμα τους τρομαξαμε τους ανθρώπους!"
" Μάνια πάρε την αδερφή σου και σπίτι! "
" Δεν το κουνώ από δω! "
......
Μετά από αυτό όλοι καταλάβαμε ότι ήταν η οικογένεια Φραγγελάκη που γύρευε την ξαδέρφη μου. Ή μάλλον ο Μάνος την γύρευε και κουβάλησε όλο το σόι μαζί του. Τότε κατεβήκαμε όλοι κάτω προσπαθώντας να απομακρύνουμε την Αμαλία.

" Αμαλία ανέβα πάνω με την μάνα μου."
" Ζήση! Ζήση αφήστε με να τον δω! Μόνο για λίγο!"
" Αμαλία! Αμαλία μου!"
" Μάνο! Μάνο!" είπε και ξαφνικά έφυγε από τα χέρια της μαμάς μου τρέχοντας για να αγκαλιάσει τον Μάνο. Εγώ την σταμάτησα πιάνοντας την από το μπράτσο.

" Ζήση άφησε με! Θέλω να του μιλήσω! "
" Αμαλία σου έκανε κακό! Κατάλαβε το! "
" Να που ξαναβλεπομαστε Ελευθερία" είπε η μητέρα μου και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος.
" Ναι Στέλλα. Ήταν γραφτό φαίνεται."
" Ελευθερία μην της μιλάς."
" Γιατί Βαγγέλη; Δε μου έχει κάμει κάτι ή γυναίκα. " είπε με ένα ειρωνικό ύφος που έβραζε απο θυμό.
" Ετούτη εδώ Ζήση είναι η Ελευθερία. Αυτηνης ο άντρας εσκοτωσε την οικογένεια μας."
" Δε πειράζει μάνα. Και εμείς δεν τους φάγαμε λίγους. Ολάκερη αντρίκια οικογένεια έμεινε μονάχα με θηλυκά. "
" Τι λόγια είναι αυτά που ανταλλαζετε; Δεν ντρέπεστε λίγο μωρέ; Επέρασε τόσος καιρός και τρώγεστε ακόμα!; " είπε ο Λάμπρος επειδή ήθελε να σταματήσει την συζήτηση.
" Οχι Λάμπρο. Δεν ντρεπομαστε καθόλου που συνεχίζουμε! Γιατί χαθήκανε τόσες ζωές άδικα! Επειδή ο πατέρας σου μέσα στην φτώχεια ήθελε και γυναίκα! " είπε η  θεία Σταυρούλα χωρίς ίχνος δισταγμού στα λόγια της.
" Σιωπή Σταυρούλα!"
" Ανοίγεται πάλι αυτή η βεντέτα με εσάς τώρα μωρέ! Τι θέλετε να πετύχετε!; Τον χαμό των υπολοίπων; " φώναξε ο Λάμπρος δείχνοντας τον Μάνο και την Αμαλία.
" Πατέρα! Εγώ για την Αμαλία και τον εαυτό μου θα σκοτώσω άμα χρειαστεί!"
" Μανώλη σύνελθε αγόρι μου! Ακούς τι λες; " είπε η Μελπομένη και ταρακούνησε τον εξάδελφο της.
" Ετούτη την φορά η βεντέτα θα χτυπήσει όλους μας! Όχι μόνο εσένα και την Αμαλία!" μίλησε η Ελευθερία δίχως δειλία και με πλούσιο πάθος.

Ακούγοντας την ομιλία της γυναίκας και βλέποντας την κορμοστασιά της, από πίσω της θώρησα μιαν κοπέλα. Ήταν και νύχτα δεν έβλεπα καλά. Θεέ! Θεέ και κύριε! Κατάλαβα καλά ή με γελούν τα μάτια μου; Ήταν η Χαραυγή! Το κοριτσάκι μου! Χριστέ μου! Έκανα σχέση με μια Φραγγελάκη και περιμένω και το παιδί της. Θα μας ταρακουνήσει ο Θεός πάλι.

~συνεχίζεται~

"Ανάθεμα την βεντέτα"Donde viven las historias. Descúbrelo ahora