Κεφάλαιο 30ο.

853 73 2
                                    

Μπρουσαλάκηδες

Ήξερα ότι η Χαρά έλειπε και πήγε στο σπίτι της μάνας της. Ίσως έπρεπε να πάω μαζί της αλλά δεν ήθελα να με δουν. Σκέφτομαι την μάνα μου. Την Αμαλία. Τους θείους μου. Έπρεπε να τους στείλω κάτι για να ξέρουν πως ζω και πως είμαι καλά.

Κάλεσα τον Ντίνο να τους πάει ένα γράμμα στο σπίτι προκειμένου να μάθουν τι κάνω. Ο Ντίνος ήρθε και πήρε το γράμμα μου. Κατευθύνθηκε για το χωριό και όλοι τον κοιτούσαν περίεργα. Ήταν πολύ καθώς πρέπει για τα γούστα τους και τους φάνηκε διαφορετικός. Έφτασε στο κατώφλι του σπιτιού και άφησε το γράμμα κάτω από την πόρτα. Η μάνα τον είδε από την τζαμαρία αλλά δεν αντέδρασε. Πήγε στην πόρτα και άνοιξε το γράμμα του.

  " Οποίος και να το ανοίγει το γράμμα σίγουρα είναι της οικογένειας. Το μόνο που θέλω να πω είναι πως είμαι καλά. Έχετε χάσει τα ίχνη μου όμως δύο πράγματα θα σας πω. Δεν θα έρθω στο χωριό. Θα είμαι κάπου αλλού. Μην ανησυχείτε. Το μονο που θέλω είναι να μην με ψάχνετε. Όσο για τη φήμη στο χωριό δεν είναι αλήθεια. Ζήσης "

Η μάνα μου δεν το περίμενε αυτό. Βασικά κανένας δεν το περίμενε. Όλοι έλειπαν από το σπίτι και ήταν μόνη της. Προσπάθησε να βγει έξω και να βρει τον μυστήριο άνδρα αλλά δεν τον είδε πουθενά. Μπήκε πάλι μέσα στο σπίτι και διάβαζε ξανά και ξανά το γράμμα. Μα ποια φήμη; Τι λέει; Μετά το θυμήθηκε. Η φήμη του βιασμού. Εννοείται πως κανενός δεν πήγε το μυαλό πως ήταν ο Ζήσης αλλά ίσως τώρα να της γεννήθηκαν αμφιβολίες. Αμέσως έβαλε κάτι πρόχειρο και πήρε τον δρόμο για τον φούρνο και τους ελαιώνες που δούλευε ο Κωστής.

Περπατούσε στα στενά δρομάκια του χωριού και διέσχιζε τα πέτρινα κτήρια με τα πολύχρωμα παντζούρια. Ήταν στολισμένα με λουλούδια και ορισμένα είχαν γλάστρες κάτω στο έδαφος. Πολλά σπίτια ήταν λευκά από τον ασβέστη και διέκρινες άνετα τα σκούρα μπλε κουφώματα που ήταν τουλάχιστον 10 ετών. Η μυρωδιά από τα φρέσκο ψημένα τυροψωμα τραβούσε την μύτη της και η φωνή της φουρναρισσας τα αυτιά της.

" Βρε Μαρία μου τι έμαθα; Παντρεύεται η κόρη της Ελευθερίας τη μικρή;" είπε η φουρνάρισσα και έβαλε σε μια σακούλα μια φραντζόλα ψωμί για την πελάτισσα που συνομιλούσαν.
" Ε ναι βρε Σουλα! Για αυτό έλειπε τόσον καιρό! Με τον γαμπρό μου είπε ο Βαγγέλης ειναι. Κάπου στον Άγιο Νικόλαο. " απάντησε η Μαρία και έβγαλε ένα νόμισμα από το χειροποίητο πορτοφόλι της.
"Α είναι και σύντομα δηλαδή!"
" Ναι ναι! Δεν τον έχω δει βέβαια αλλά είναι ωραίος λένε πολύ! "
" Σσσ! Σώπασε έρχεται η Στέλλα των Μπρουσαλάκηδων. "

"Ανάθεμα την βεντέτα"Where stories live. Discover now