Κεφάλαιο 20

973 107 48
                                    

Βγαίνω από το Ιατρείο τρέμοντας σαν φύλλο, αλλά για πρώτη ίσως φορά στην ζωή μου νιώθω ότι ανήκω κάπου, ότι το να είμαι ο εαυτός μου είναι αποδεκτό. Δεν χρειάζεται να προσποιούμαι ότι μου αρέσουν τα ψώνια και οι ανόητες ρομαντικές κομεντί, ότι υπακούω τον πατέρα μου καθαρά από σεβασμό κι όχι από φόβο, ότι είμαι δημοφιλής σαν τον αδερφό μου ή ότι πρέπει να είμαι άριστη μαθήτρια. Τώρα μπορώ να αποκαλύψω επιτέλους τον αληθινό μου εαυτό και να θάψω το ψεύτικο προσωπείο που μου επέβαλλε η πόλη. Τώρα μπορώ να είμαι η Νεφέλη που εγώ έχω επιλέξει. Γιατί πολύ απλά κανείς δεν θα με κρίνει. Γιατί όλοι οι επαναστάτες έχουν ένα κοινό σκοπό: να εξασφαλίσουν την ελευθερία και την ισότητα που τους είχε κλέψει η εξουσία. Και πλέον αυτός είναι και δικός μου σκοπός.

Ο Αχιλλέας με πλησιάζει κατά την έξοδό μου και παρατηρεί το αδιόρατο χαμόγελο που είναι ζωγραφισμένο στο κατά τα άλλα χλωμό πρόσωπό μου.

«Να υποθέσω πως όλα πήγαν καλά…;», λέει προσπαθώντας να ανιχνεύσει τα πραγματικά μου συναισθήματα.

Το χαμόγελο μου πλαταίνει, όταν λέω:

«Μια χαρά! Το τεστ έδειξε πως πράγματι έχω ανοσία».

«Το ήξερα!», κραυγάζει ενθουσιασμένος και με αγκαλιάζει σφιχτά. Ύστερα, σα να ντράπηκε για την απρόσμενη διαχυτικότητά του, κάνει μερικά βήματα πίσω, καθώς ένα κύμα κόκκινου χρώματος σκάει στα μάγουλά του. Δεν μπορώ να μην χαμογελάσω στην εικόνα του. Τα κοκκινισμένα του μάγουλα τον κάνουν ακόμη πιο γοητευτικό. Και, βέβαια, δεν μπορώ να αγνοήσω το τσίμπημα που ένιωσα, καθώς χώθηκα στην αγκαλιά του.

«Εεε, λοιπόν, … σου υποσχέθηκα κάτι. Αν δηλαδή θέλεις στ’ αλήθεια να μάθεις τα μυστικά του κυνηγιού… και δεν εεε…», λέει τραυλίζοντας.

«Φυσικά και θέλω», τον κόβω ενθουσιασμένη με την ανυπομονησία να με κυριεύει.

Το χαμόγελο που μου χαρίζει κάνει την καρδιά μου να αναπηδήσει. Η ζεστασιά των ματιών του τονίζεται από τις μελί κηλίδες στο εσωτερικό τους. Σύνελθε, Νεφέλη, παρεμβαίνει μια φωνούλα μέσα μου. Απλά ακολούθησέ τον και προσπάθησε να μην φέρεσαι σαν χαζοχαρούμενο.

Ετοιμαζόμαστε να ακολουθήσουμε το μονοπάτι που οδηγεί στα βάθη του δάσους, όταν μια φωνή κάνει την καρδιά μου να σπάσει:

«Νεφέλη!».

Ωχ, όχι! Γιατί; Γιατί όταν όλα επιτέλους φαίνεται πως πάνε προς το καλύτερο, να εμφανίζεται κάποιος που μπορεί να ανατρέψει τα πάντα; Δεν μπορώ, δεν μπορώ να τον αντιμετωπίσω τώρα, όχι μετά απ’ ότι έμαθα γι’ αυτόν. Πώς θα τον κοιτάξω στα μάτια; Οι χτύποι της καρδιάς μου επιταχύνονται και οι ανάσες μου γίνονται γρήγορες και κοφτές. Τα άκρα μου αρνούνται να κάνουν την παραμικρή κίνηση και απλά στέκομαι εκεί, προσπαθώντας να καταπνίξω την παρόρμηση να το βάλω στα πόδια.  

Μαξιλάρια γεμάτα υποταγμένα σύννεφα-Βιβλίο 1ο ~Greek Wattys 2015 WinnerМесто, где живут истории. Откройте их для себя