Κεφάλαιο 15

1K 110 3
                                    

Η αμήχανη σιωπή ανάμεσά μας επισκιάζει το γλυκό κελάηδημα των πουλιών που κουρνιάζουν στα δέντρα γύρω μας. Το ρυθμικό κελάρυσμα από ένα ρυάκι κάπου στο βάθος γιγαντώνει το κενό μας. Σπάνια έχουμε αμήχανες στιγμές με τον αδελφό μου, καθώς εκείνος πάντα εφευρίσκει τρόπους να χαλαρώνει τα έντονα συναισθήματα των άλλων κάνοντας αστεία και σπάζοντας τον πάγο. Όμως αυτό είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Η αμήχανη σιωπή του κρύβει την αδυναμία του να δώσει εξηγήσεις στη δίδυμη αδερφή του, γεγονός που λαχταρούσα από την πρώτη στιγμή που τον ξαναείδα. Αποφασίζω να τον διευκολύνω.

«Πότε το έμαθες;», ρωτώ προσπαθώντας να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή.

Αναστενάζει πριν απαντήσει: «Στις αρχές Νοέμβρη νομίζω».

«Πώς;», ψιθυρίζω βλέποντας την άρνησή του να συνεχίσει.

«Θυμάσαι μια φορά που είχα αργήσει να γυρίσω από το σχολείο κι όταν ήρθα φερόμουν περίεργα;», ρωτάει με χαμηλή φωνή.

«Πώς δεν το θυμάμαι;», απαντώ αμέσως ενθυμούμενη εκείνη την αξέχαστη μέρα. «Σε παρακαλούσα να μου πεις τι συνέβη, αλλά εσύ το αρνιόσουν κατηγορηματικά. Είχες τόσο μυστηριώδη συμπεριφορά».

«Εκείνη τη μέρα μου είπαν τα πάντα. Το προηγούμενη βράδυ είχα μπλεχτεί σ’ έναν καβγά και μάλλον έτσι θα με εντόπισαν».

«Καβγά; Εσύ ποτέ δεν… τουλάχιστον μέχρι τα Χριστούγεννα που όλο έμπλεκες… Αλλά πώς δεν το μάθαμε; Εννοώ… οι καβγάδες είναι πρώτο θέμα στην πόλη και… θα σε είχαν ανακρίνει. Γιατί τσακώθηκες;», ρωτάω με την απορία και την περιέργεια να χρωματίζουν τη φωνή μου.

«Εεε… θυμάσαι εκείνο το κωλόπαιδο που σου κόλλαγε; Εεε, είχα αποφασίσει να του δώσω ένα μάθημα για να σταματήσει να σ’ ενοχλεί. Τον ακολούθησα μια μέρα μέσα σ’ εκείνο το πάρκο και αφού σιγουρεύτηκα ότι δεν ήταν κανείς κοντά, του επιτέθηκα. Πιάστηκε απροετοίμαστος κι έτσι δεν μπορούσε να αμυνθεί. Τον απείλησα ότι θα τον ξαναπλάκωνα στο ξύλο αν συνέχιζε να σ’ ενοχλεί κι έφυγα νομίζοντας ότι κανείς δεν είχε δει τον καβγά. Αλλά μάλλον έκανα λάθος. Την επόμενη μέρα ήρθε και με βρήκε ένας τύπος μετά το σχολείο. Μου είπε τα πάντα, αλλά εγώ φυσικά δεν τον πίστεψα. Νόμιζα ότι έλεγε ασυναρτησίες και τον περνούσα για τρελό. Γι’ αυτό φερόμουν περίεργα. Δεν μπορούσα να χωνέψω με τίποτα την αλήθεια».

«Και πώς πείστηκες;», ρωτάω.

«Ένας μήνας είχε περάσει και είχα καταφέρει να βγάλω αυτή την ιστορία από το μυαλό μου. Μέχρι που μια μέρα, τότε που είχαν σταματήσει τα σχολεία για τις χριστουγεννιάτικες διακοπές, εκείνος ο τύπος ήρθε και με ξαναβρήκε. Μου είπε ότι μπορούσε να μου αποδείξει την αλήθεια, αρκεί να τον ακολουθούσα. Αποφάσισα να πάρω το ρίσκο και τον ακολούθησα. Με πήγε σ’ ένα έρημο παρκάκι στην άλλη άκρη της πόλης κι εκεί συναντήσαμε κι άλλους, ανάμεσά τους πολλά μέλη της συμμορίας από το σχολείο. Ο τύπος μας πρόσταξε να τον ακολουθήσουμε και μας οδήγησε στα προάστια της πόλης, εκεί που βρίσκονται τα διοικητικά κτίρια και τα εργαστήρια. Περάσαμε κάτω από συρματοπλέγματα και φράχτες ασφαλείας και καταφέραμε να εισχωρήσουμε σε ένα εργαστήριο. Και αυτό που είδα εκείνη τη μέρα δε θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου», ο Ιάσονας τρέμει στην τελευταία του πρόταση. Τα μάτια του σκοτεινιάζουν και το ύφος του είναι τρομοκρατημένο.

Μαξιλάρια γεμάτα υποταγμένα σύννεφα-Βιβλίο 1ο ~Greek Wattys 2015 WinnerDonde viven las historias. Descúbrelo ahora