Είμαι καθισμένη σε ένα παγκάκι για ώρες. Ο ήλιος έχει δύσει εδώ και ώρα και χρυσοκέντητα αστέρια κηλιδώνουν τον κατάμαυρο ουρανό. Έχω φέρει τα πόδια μου κοντά στο σώμα μου κι έχω τυλίξει γύρω τους τα χέρια μου. Το πηγούνι μου ακουμπάει στα γόνατά μου. Τα μάτια μου είναι πρησμένα από το κλάμα. Μα τώρα δε στάζουν δάκρυα. Τα δάκρυά μου έχουν στερέψει αφήνοντας ένα τεράστιο κενό μέσα μου. Τα άκρα μου πονάνε στην παραμικρή κίνηση.
Από τη στιγμή που βρόντηξα εκείνη την πόρτα πίσω μου, διέσχισα όλη την πόλη τρέχοντας. Το τρέξιμο ήταν μια εκτόνωση- με βοήθησε να ηρεμήσω το μυαλό μου και να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά. Ο αέρας που έσκαγε με ταχύτητα στο πρόσωπό μου και μπέρδευε τα μαλλιά μου σα να παρέσυρε κι ένα μέρος από την οργή και την ταραχή μου. Έτρεξα μέχρι που τα πόδια μου δεν άντεχαν άλλο και η ψυχή μου δεν έβρισκε καταφύγιο στην ταχύτητα. Ξέπνοη, μπήκα σε ένα μικρό πάρκο, κάθισα σε ένα ξύλινο παγκάκι κι επιτέλους τα δάκρυα ήρθαν.
Έκλαψα με λυγμούς και με πλημμύρισε ανακούφιση. Αυτό ήταν το ξέσπασμά μου. Είχα χάσει τον αδερφό μου, η μητέρα μου είχε βυθιστεί στη θλίψη της και μόλις είχα αντιμετωπίσει τον αυταρχικό και δεσποτικό πατέρα μου. Συν του ότι το ίδιο πρωί είχα λογομαχήσει άγρια με τις δύο καλύτερές μου φίλες. Ένιωθα μόνη. Φρικτά μόνη. Η μοναξιά ήταν η φυλακή μου, η καταιγίδα που με παράσερνε στο διάβα της.
Όταν τα δάκρυα στέγνωσαν, τότε μόνο παρατήρησα πού βρίσκομαι. Και αυτή η ανακάλυψη με τρόμαξε, καθώς τόση ώρα δεν είχα αντιληφθεί πού με οδηγούσαν τα πόδια μου. Βρίσκομαι στην πιο κακόφημη γειτονιά της πόλης. Δεν έχω έρθει ποτέ ξανά εδώ και τώρα καταλαβαίνω το γιατί- στο πάρκο όπου κάθομαι περιφέρονται περίεργες φυσιογνωμίες: άντρες με κουκούλες και σουγιάδες, γυναίκες που κάνουν ωτοστόπ σε περαστικά αυτοκίνητα επιδεικνύοντας τα καλλίγραμμα πόδια τους, μερικοί άστεγοι που μουρμουρίζουν ακαταλαβίστικες φράσεις. Ολόκληρο το τετράγωνο είναι περιστοιχισμένο από πανύψηλες, άχαρες κι ετοιμόρροπες πολυκατοικίες. Πολλά διαμερίσματα είναι φωτισμένα και στο εσωτερικό τους διακρίνονται φιγούρες. Μερικά παράθυρα δεν έχουν καν τζάμια. Σε ένα από αυτά βλέπω ένα μικρό κοριτσάκι να αγναντεύει τον ουρανό από το περβάζι του. Φαίνεται δυστυχισμένο, ενώ στο πρόσωπό του διακρίνονται διάστικτες μελανιές. Ξαφνικά ακούγεται η φωνή ενός άνδρα από το εσωτερικό του διαμερίσματος που το προστάζει να έρθει, αλλά αυτό παραμένει στη θέση του. Τότε, εντελώς απροειδοποίητα, ένα τεράστιο χέρι το αρπάζει από τα μαλλιά και το σέρνει μέχρι που χάνεται από το οπτικό μου πεδίο.
ESTÁS LEYENDO
Μαξιλάρια γεμάτα υποταγμένα σύννεφα-Βιβλίο 1ο ~Greek Wattys 2015 Winner
Ciencia FicciónCopyright © 2014. All rights reserved. Η δεκαεφτάχρονη Νεφέλη προσπαθεί να καταπνίξει τη θλίψη και τον πόνο που βαραίνει το στήθος της. Ο δίδυμος αδερφός της, ο Ιάσονας, έχει εξαφανιστεί εδώ και δύο μήνες αφήνοντας τη να παλέψει με τα ερωτήματα που...