Κεφάλαιο 34

734 91 3
                                    

«Θέλεις να έρθω μαζί σου;», με ρωτάει ο Αχιλλέας ευγενικά, αλλά η έκφρασή του μαρτυράει το αντίθετο.

«Όχι, ευχαριστώ», αποκρίνομαι. «Κάποια πράγματα πρέπει να τα κάνεις μόνος σου», λέω και αρχίζω να απομακρύνομαι από κοντά του.

«Νεφέλη». Το άκουσμα της φωνής του με σταματάει. Γυρίζω το κεφάλι μου αντικρίζοντας το βαθύ, χρυσοκάστανο βλέμμα του. «Ό,τι και να γίνει… εγώ θα είμαι δίπλα σου», προσθέτει κι έπειτα από ένα τρυφερό σφίξιμο του χεριού, σε αυτή τη γνώριμη χειρονομία του που πάντα με καθησυχάζει και με ηρεμεί, χάνεται κάτω από τη σκιά των δέντρων του δάσους.

Εγώ θα είμαι δίπλα σου… Αυτή η φράση ηχεί σαν κακόγουστο αστείο, σαν λόγια αποχαιρετισμού. Μου θυμίζει τον τρόπο που μου είπε αντίο ο αδερφός μου, εκείνο το βράδυ πριν από περισσότερους από τρεις μήνες. Τα ίδια λόγια που είχε ξεστομίσει και ο Μάριος, τα ίδια λόγια που με βοήθησαν να ξεπλέξω το κουβάρι των ασύνδετων φαινομενικά γεγονότων και να ανακαλύψω την αλήθεια, αποφασίζοντας να μπω στο δάσος. Τώρα, όμως, τα πράγματα έχουν αντιστραφεί. Αυτή τη φορά εγώ θα φύγω. Αλλά πριν φύγω, έχω μια εκκρεμότητα.

Διακρίνω τη φιγούρα του από μακριά. Ξανθά μαλλιά που σχηματίζουν ένα στεφάνι από μπούκλες στο κεφάλι του, ένα θέλγητρο των ηλιαχτίδων. Είναι μόνος του. Πλησιάζω, στην αρχή διστακτικά, αλλά έπειτα σκέφτομαι πως καλύτερα να ξεμπερδεύω μια ώρα αρχύτερα, οπότε επιταχύνω τον βηματισμό μου.

«Ιάσονα», φωνάζω κι εκείνος κοντοστέκεται απορημένος.

«Πώς κι από ‘δω, Νεφέλη; Δεν κυνηγάς με το νέο σου φίλο τώρα; Ή έπαθε τίποτα κι είπες να θυμηθείς τον αδερφό σου;», λέει σαρκαστικά και η πίκρα είναι έκδηλη στη φωνή του.

Τα λόγια του με πονούν σαν δάγκωμα φιδιού. Αλλά τον καταλαβαίνω κι ίσως αυτό είναι το χειρότερο, καθώς συνειδητοποιώ το πόσο άδικη ήμουν μαζί του. Ενώ πρωταρχικός μου σκοπός ήταν να έρθω στο δάσος για να τον βρω, πέρασα τους τελευταίους μήνες αμφιβάλλοντας για την αξιοπιστία του, γεμίζοντας τις περισσότερες ώρες της ημέρας μου μακριά του και διατηρώντας έναν αδικαιολόγητο θυμό απέναντί του. Ήμουν στ’ αλήθεια τόσο θυμωμένη που με άφησε πίσω; Ή απλά φέρθηκα για μια ακόμη φορά εγωιστικά; Σκέφτομαι πώς θα είχε φερθεί εκείνος αν εγώ γινόμουν επαναστάτρια χωρίς να το ξέρει κι ύστερα εξαφανιζόμουν στο δάσος για έξι εβδομάδες, χωρίς ν’ αφήσω πίσω μου κανένα στοιχείο ζωής. Θα θύμωνε σίγουρα, η οργή του θα εκδηλωνόταν με τη μορφή έκρηξης, αλλά μετά θα με συγχωρούσε. Κι εγώ τον έχω συγχωρέσει, μα μερικές φορές αισθάνομαι αυτό το χάσμα στην μέχρι πρότινος αληθινή σχέση μας. Εκείνος, όμως, θα αγνοούσε κάθε δυσπιστία και καχυποψία και θα επιδίωκε να γεφυρώσει το κενό μας. Κάτι που εγώ απλά απέρριψα ως λύση.

Μαξιλάρια γεμάτα υποταγμένα σύννεφα-Βιβλίο 1ο ~Greek Wattys 2015 WinnerDonde viven las historias. Descúbrelo ahora