Κεφάλαιο 12

1K 125 15
                                    

«Νεφέλη, ξύπνα», με σκουντάει απαλά ο Αχιλλέας. «Σε λίγο θα προσγειωθούμε».

Ανασηκώνομαι και χασμουριέμαι δυνατά. Το βλέμμα μου στρέφεται έξω από το παράθυρο, εκεί που το λυκόφως με τα σκούρα μοβ χρώματά του έχει καταλάβει τη θέση του ήλιου. Ύστερα παρατηρώ ένα μικρό και καταπράσινο λιβάδι που βρίσκεται ακριβώς από κάτω μας, στο σημείο που λογικά θα προσγειωθεί το ελικόπτερο. Στο βάθος διακρίνονται κτίρια διάσπαρτα χτισμένα ανάμεσα στα δέντρα ενός δάσους που μοιάζει απέραντο. Η καρδιά μου αυξάνει παλμούς και μία σκέψη μόνο αιωρείται στο μυαλό μου και επαναλαμβάνεται σα ρυθμικό τραγουδάκι: Σε λίγο θα τον δω, σε λίγο θα τον δω.

Το ελικόπτερο αρχίζει να χάνει ύψος και προσγειώνεται άτσαλα μ’ ένα τράνταγμα. Λύνω τη ζώνη μου και αρπάζω το σακίδιο μου σαν σίφουνας. Κάθε λεπτό που περνά φαντάζει σαν αιώνας. Ο πιλότος ανοίγει την πόρτα εξόδου και βγαίνει ο ίδιος πρώτος έξω. Τον ακολουθεί ο Αχιλλέας κι έπειτα εγώ, που πέφτω μ’ ένα γδούπο στο μαλακό χορτάρι. Ευχαριστούμε τον άνδρα και κατευθυνόμαστε στο εσωτερικό του δάσους μέχρι που ακούγεται μια κοριτσίστικη φωνή να λέει:

«Αχιλλέα, Αχιλλέα», κι ύστερα μια σκιά ξεπροβάλλει απ’ τα δέντρα στο βάθος.

Ένα πανέμορφο κοριτσάκι περίπου εννέα χρονών αρχίζει να τρέχει προς το μέρος μας και πέφτει με φόρα στην αγκαλιά του Αχιλλέα. Τα μακριά, καστανά μαλλιά της πέφτουν κυματιστά μέχρι το μέσο της πλάτης της και τα καστανοπράσινα μάτια της εκπέμπουν μια παιχνιδιάρικη λάμψη. Έχει ανοιχτόχρωμο δέρμα κι ένα χαμόγελο τόσο πλατύ που φωτίζει ολόκληρο το πρόσωπό της. Αμέσως νιώθω ένα κύμα συμπάθειας να με πλημμυρίζει για το άγνωστο αυτό κορίτσι που ξεχειλίζει από αθωότητα κι ανεμελιά.

«Πώς είσαι έξω τέτοια ώρα, μικρή;», τη ρωτάει ο Αχιλλέας και τη σφίγγει περισσότερο στην αγκαλιά του.

«Άκουσα το ελικόπτερο και ήρθα να σε βρω», αποκρίνεται εκείνη με γλυκύτατη φωνή. Ύστερα στρέφεται προς το μέρος μου και αφού κάνει μια μικρή υπόκλιση λέει: «Εσύ πρέπει να είσαι η Νεφέλη. Εγώ είμαι η Μαριλένα, η αδερφή του Αχιλλέα».

«Χάρηκα πολύ, Μαριλένα», απαντώ κι εκείνη χωρίς δισταγμό πέφτει στην αγκαλιά μου. Ένα ζεστό κύμα ευχαρίστησης με πλημμυρίζει και ανταποδίδω θερμά.

«Άντε, πάμε σπίτι τώρα», λέει κι έπειτα μου ψιθυρίζει στο αυτί: «Ο αδερφός σου ανυπομονεί να σε δει. Ήθελε σώνει και καλά να έρθει μαζί μου με το στραμπουλιγμένο πόδι. Ευτυχώς η μαμά τον σταμάτησε».

Μαξιλάρια γεμάτα υποταγμένα σύννεφα-Βιβλίο 1ο ~Greek Wattys 2015 WinnerDonde viven las historias. Descúbrelo ahora