Κεφάλαιο 33

768 96 8
                                    

Τις τελευταίες δύο μέρες γυρίζω σαν φάντασμα. Αποκομμένη απ’ όλους κι απ’ όλα, περνώντας αμέτρητες ώρες στα βάθη του δάσους, προετοιμάζοντας κάθε λεπτομέρεια του σχεδίου μου στο μυαλό μου. Δεν χρειάζεται εξυπνάδα για να καταλάβω ότι παρουσιάζει κενά. Πώς θα φτάσω στην πόλη χωρίς ελικόπτερο; Πώς θα μπω στο εσωτερικό της, θα αποφύγω τις κάμερες ασφαλείας, θα αναζητήσω τη μητέρα μου κι έπειτα θα φύγουμε μαζί για το δάσος; Είναι πρακτικά αδύνατον και οι κίνδυνοι που παραμονεύουν είναι πολλοί. Δεν έχω καμία ελπίδα να μη συλληφθώ χωρίς τη βοήθεια κάποιου.

Παρά τις όποιες αντιξοότητες, όμως, η ακόρεστη δίψα μου για να αντικρίσω την μητέρα μου και να της εξομολογηθώ όσα έχω πληροφορηθεί τους τελευταίους μήνες, μου μεταφέρει πρωτόγνωρη δύναμη, πείσμα και αποφασιστικότητα. Πείθω τον εαυτό μου πως θα τα καταφέρω, θα ξανακούσω την αγγελική φωνή της, θα ξανανιώσω τη ζεστασιά και την ασφάλεια της αγκαλιάς της, κι ύστερα εκείνη θα ξέρει τι θα πρέπει να κάνουμε. Γιατί η αλήθεια είναι πως εγώ δεν έχω ιδέα τι θα ακολουθήσει. Γιατί εξακολουθώ να μην ξέρω πού ανήκω: στην πόλη ή στο δάσος; Ίσως φταίει μια ενοχλητική σκέψη που ξεφυτρώνει βαθμιαία στο βάθος του μυαλού μου. Είναι άραγε οι επαναστάτες στ’ αλήθεια αυτό που υποστηρίζουν πως είναι; Ζώντας στο εσωτερικό του δάσους, απομονωμένοι από τη διεφθαρμένη εξουσία, αδιαφορώντας για τους πολίτες, οι οποίοι λειτουργούν ως ανίδεα πιόνια που έχουν κυριευτεί από τον φόβο τους; Αποτελεί λύση κάτι τέτοιο; Ή είναι ένα ακόμη δείγμα του ανθρώπινου εγωισμού; Μερικές φορές τα λόγια του Αχιλλέα γιγαντώνουν την αμφιβολία μου. Αποκαλούμαστε επαναστάτες, αλλά τι κάνουμε τελικά; Απλά κρυβόμαστε και συνεχίζουμε κανονικά τις ζωές μας. Δημιουργούμε μια ελίτ ανθρώπων που απλά έτυχε να έχουν ανοσία, τους φέρνουμε εδώ αν καταφέρουμε να τους πείσουμε, και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Εμείς ζούμε ελεύθεροι σε βάρος εκατομμυρίων ανθρώπων, οι οποίοι είναι υποταγμένοι χωρίς καν να το ξέρουν.

Βαθιά μέσα μου ξέρω γιατί ανακοίνωσα σ’ εκείνον πρώτα την απόφασή μου. Γιατί πίστευα πως, εφόσον κι ο ίδιος είχε εκφράσει τους προβληματισμούς του σχετικά με όσους μένουν πίσω, θα είχε συμφωνήσει με την ιδέα μου. Ίσως να είχε ενθουσιαστεί και με αυτήν και να με ακολουθούσε σε όλο το ταξίδι μέχρι την συνάντηση με τη μητέρα μου. Έτσι θα είχε και την ευκαιρία να δει την πόλη, να αντικρίσει την άλλη πλευρά του νομίσματος. Και τότε θα σιγουρευόταν πως η απόφασή μου ήταν η σωστή κι όχι μια παρορμητική τάση αυτοκαταστροφής.

Μαξιλάρια γεμάτα υποταγμένα σύννεφα-Βιβλίο 1ο ~Greek Wattys 2015 WinnerTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon