Ξυπνάω ιδρωμένη, με την καρδιά μου να παίζει ταμπούρλο στο στήθος μου. Τι είδους όνειρο ήταν αυτό; Η μητέρα μου με την αγγελική φωνή της και ο Μάριος να μεταφέρει κάποιο μήνυμα; Αν δεν βασιζόμουν στο επαναλαμβανόμενο όνειρο με τον Ιάσονα για να φτάσω εδώ, σίγουρα δεν θα έδινα καμία σημασία σε ένα ακόμη βραδινό παιχνίδι του μυαλού μου. Αλλά πλέον δεν μπορώ να προσπεράσω έτσι απλά ένα παράδοξο όνειρο με πρωταγωνιστές δύο άτομα που πιθανόν δεν θα ξαναδώ. Την μητέρα μου και τον Μάριο. Την άψογη φωνή και την επιβλητική παρουσία της και τα φλογερά του μάτια στο χρώμα του εβένου. Μου λείπουν. Μου λείπουν και οι δύο αφάνταστα. Ο Ιάσονας μου είπε να ξεχάσω. Είπε πως έτσι θα απαλύνω τον πόνο. Αλλά εγώ δεν μπορώ να τους ξεχάσω, ακόμη και τον Μάριο που μπορεί να τον γνώριζα ελάχιστα, μα τις λίγες φορές που τον είδα αισθάνθηκα ότι ανέβηκα στα σύννεφα κι ύστερα επέστρεψα ανανεωμένη στη γη. Είναι δύσκολο να θάψεις αναμνήσεις ανθρώπων που αγαπάς.
Φτάνω αργοπορημένη στην Τραπεζαρία, με τεράστιους μαύρους κύκλους να ξεπροβάλλουν κάτω από τα μάτια μου. Το χθεσινό όνειρο με εξάντλησε, ίσως ακόμη περισσότερο κι από το τεστ με τις επώδυνες αναμνήσεις του. Ίσως γιατί το όνειρο άφησε πίσω του αμέτρητα αναπάντητα ερωτήματα και μια δόση μελαγχολίας και λύπης. Μου θύμισε την κατάσταση στην πόλη. Κατευθύνομαι στο γνωστό τραπέζι μας, όπου βρίσκεται καθισμένος μόνο ο Αχιλλέας που τρώει αφηρημένα.
«Καλημέρα. Πού ήσουν;», λέει μόλις αντιλαμβάνεται την παρουσία μου.
«Καλημέρα. Μάλλον παρακοιμήθηκα», αποκρίνομαι άκεφα και αρχίζω να τρώω λίγο από το πρωινό μου.
«Είσαι καλά;», ρωτάει με γνήσιο ενδιαφέρον παρατηρώντας το χλωμό μου πρόσωπο.
«Δεν ξέρω. Έχω ένα κακό προαίσθημα», απαντάω χαμηλόφωνα.
«Θα σου περάσει μόλις μπούμε στο δάσος», λέει εκείνος καθησυχαστικά και για μια στιγμή σκέφτομαι να του αποκαλύψω το όνειρό μου, αλλά αμέσως το μετανιώνω.
Μερικές ώρες μετά περπατάμε όλο και βαθύτερα στο δάσος προσπαθώντας να ανιχνεύσουμε θηράματα και κινούμενους στόχους, όταν παρατηρώ κάτι περίεργο πάνω από τα σπίτια του καταυλισμού και κοντοστέκομαι.
«Εεε, Αχιλλέα, τι είναι αυτό εκεί;», ρωτάω δείχνοντας με το χέρι μου τον κόκκινο καπνό που έχει γεμίσει τον ουρανό σε εκείνο το σημείο.
Ο Αχιλλέας γυρίζει αργά κι ύστερα παγώνει. Το πρόσωπό του μετατρέπεται σε μάσκα πανικού. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, όμως, ανακτά την αυτοκυριαρχία του.
BẠN ĐANG ĐỌC
Μαξιλάρια γεμάτα υποταγμένα σύννεφα-Βιβλίο 1ο ~Greek Wattys 2015 Winner
Khoa học viễn tưởngCopyright © 2014. All rights reserved. Η δεκαεφτάχρονη Νεφέλη προσπαθεί να καταπνίξει τη θλίψη και τον πόνο που βαραίνει το στήθος της. Ο δίδυμος αδερφός της, ο Ιάσονας, έχει εξαφανιστεί εδώ και δύο μήνες αφήνοντας τη να παλέψει με τα ερωτήματα που...