Το ίδιο βράδυ επισκέπτομαι για μια ακόμη φορά την ονειροχώρα. Στέκομαι στη μέση μιας γιγαντιαίας σκακιέρας, ντυμένη μ’ ένα μακρύ ασπρόμαυρο φόρεμα. Παρακολουθώ μια μάχη μεταξύ των Λευκών και των Μαύρων, στην οποία το τρόπαιο είμαι εγώ. Οι δύο αντίπαλες παρατάξεις χρησιμοποιούν κάθε δυνατή μέθοδο στρατηγικής για να κερδίσουν. Ωστόσο, οι ικανότητές τους είναι ισοδύναμες και στο τέλος καταλήγουν μόνοι τους οι δύο βασιλιάδες, ο Λευκός και ο Μαύρος. Με πλησιάζουν με βαριά βήματα και απαιτούν να διαλέξω ποιον από τους δύο προτιμώ. Εκθέτουν κάθε είδους επιχείρημα, αλλά εγώ παραμένω αναποφάσιστη. Ο Λευκός Βασιλιάς υπόσχεται ασφάλεια, αγάπη και τρυφερότητα, ενώ ο Μαύρος πάθος και περιπέτεια. Ζυγίζω τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα, μα η απόφαση εξακολουθεί να φαντάζει δύσκολη.
Και τότε ένα μαγευτικό τραγούδι με αποσπά και ξεχνώ κάθε δίλημμα. Είναι η αγγελική φωνή της μητέρας μου, η οποία με παρασύρει σε μια μεθυστική δίνη στοργικών αναμνήσεων. Αυτόματα η ζεστασιά με σκεπάζει και ακολουθώ σαν υπνωτισμένη την πηγή του ήχου, αγνοώντας απροκάλυπτα τις διαμαρτυρίες των δύο βασιλιάδων. Περπατάω στα άσπρα και στα μαύρα τετράγωνα κι ύστερα η φωνή δυναμώνει και αρχίζω να τρέχω, λαχανιάζω στην προσπάθεια να πιαστώ από την παρηγοριά της μελωδίας. Και τότε την βλέπω. Ψηλή κι επιβλητική, με κυματιστά ξανθά μαλλιά μέχρι το μέσο της πλάτης. Το χαμόγελό της, μόνιμο στολίδι του αψεγάδιαστου προσώπου της, φωτίζει τα λαμπερά καταπράσινα μάτια της. Η μητέρα μου. Όταν το βλέμμα της με αντικρίζει, ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο εμφανίζεται στο πρόσωπό της και συνεχίζει να τραγουδά. Τώρα τρέχω πιο γρήγορα ανυπομονώντας να πέσω στην αγκαλιά της, να μυρίσω λίγο από το μητρικό άρωμα της στοργής, να αισθανθώ πάλι μικρό παιδί. «Μαμά, μαμά!», φωνάζω κι εκείνη μου γνέφει προσκαλώντας με κοντά της.
Μα δεν την φτάνω ποτέ. Γιατί οι δύο βασιλιάδες που με καταδίωκαν με τραβούν μακριά της κι έτσι το τελευταίο πράγμα που βλέπω από αυτήν είναι μόνο ένα ζευγάρι ζεστά πράσινα μάτια, γεμάτα προσμονή για μια συνάντηση που δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Με σέρνουν κι εγώ ουρλιάζω υστερικά, βυθίζω τα νύχια μου στο καλογυαλισμένο ξύλο από κάτω μου, προβάλλω κάθε πιθανή αντίσταση. Η φωνή μου βραχνιάζει. Το τελευταίο πράγμα που καταφέρνω να ψιθυρίσω είναι μία μόνο λέξη: μαμά.
_____________________________________________
Ξυπνάω λουσμένη στον ιδρώτα, με τους παλμούς της καρδιάς μου να συμμετέχουν σε αγώνα ταχύτητας. Κρύβω το πρόσωπό μου στις παλάμες μου προσπαθώντας να καθησυχάσω τις σκέψεις που γιγαντώνονται ολοένα και περισσότερο στο μυαλό μου. Τους τελευταίους μήνες τα όνειρά μου κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή μου. Ωστόσο, κάτι σε αυτό το όνειρο μου μεταφέρει συναισθήματα δέους και φόβου, μα και κάτι βαθύτερου που δεν μπορώ να προσδιορίσω με ακρίβεια, κάτι που είναι κρυμμένο βαθιά στη συνείδησή μου. Ίσως φταίει το ότι αισθάνομαι τον λαιμό μου βραχνιασμένο από τις υστερικές μου κραυγές, τα νύχια μου είναι πληγιασμένα και είμαι σχεδόν σίγουρη ότι η μουσική υπόκρουση του τραγουδιού που ερμήνευσε η μητέρα μου στο ανατριχιαστικό μου όνειρο ηχούν από κάπου μακριά.
VOCÊ ESTÁ LENDO
Μαξιλάρια γεμάτα υποταγμένα σύννεφα-Βιβλίο 1ο ~Greek Wattys 2015 Winner
Ficção CientíficaCopyright © 2014. All rights reserved. Η δεκαεφτάχρονη Νεφέλη προσπαθεί να καταπνίξει τη θλίψη και τον πόνο που βαραίνει το στήθος της. Ο δίδυμος αδερφός της, ο Ιάσονας, έχει εξαφανιστεί εδώ και δύο μήνες αφήνοντας τη να παλέψει με τα ερωτήματα που...