Ο καφές!

178 14 0
                                    

  Η Ηρώ ξεκίνησε για το ξενοδοχείο που έμενε ο παππούς της, δεν πήρε ταξί γιατί ήθελε να περπατήσει και να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει, αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος θα έφευγε από εκείνο το σπίτι χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω της, αλλά δεν μπορούσε να αφήσει μόνο του τον αδερφό της. Οι γονείς τους του συμπεριφέρονταν πάντα άθλια βλέπεις δεν ήταν ο γιος που περίμεναν , δυνατός και αδίστακτος ,σαν τον πατέρα τους που θα συνέχιζε τις επιχειρήσεις αλλά ήταν ένα παιδι με χρυσή καρδιά που δυστυχώς από την μέρα που γεννήθηκε αυτή η καρδιά ήταν άρρωστη. Όταν γεννήθηκε ο Αλέξανδρος οι γιατροί τους είπαν ότι δεν θα πάει πολύ, όταν το άκουσε αυτό η Ηρώ ορκίστηκε ότι θα είναι πάντα δίπλα του να τον προσέχει και γι'αυτό το λόγο ήθελε να γίνει και γιατρός πίστευε ότι θα μπορούσε να κρατήσει τον αδερφό της παραπάνω στη ζωή.

  Εκεί που περπατούσε η Ηρώ ξαφνικά αισθάνθηκε μια τεράστια δύναμη να την πετάει στο πεζοδρόμιο και πριν καταλάβει καλά καλά τι έγινε άκουσε κάποιον να της φωνάζει.

- Πας καλά ρε κοπελιά; Δεν κοιτάς μπροστά σου όταν περπατάς;
Τότε σήκωσε το κεφάλι της και είδε ένα νεαρό από επάνω της σε έξαλλη κατάσταση.
- Χίλια συγνώμη αλλά δεν σε είδα ήμουν αφηρημένη.
- Ναι το κατάλαβα! Αν είσαι αφηρημένη να μην βγαίνεις στο δρόμο είσαι δημόσιος κίνδυνος.
- Ένταξη νομίζω υπερβάλεις σου ζήτησα συγνώμη.
- Τι να την κάνω τη συγνώμη σου δεν θα μου καθαρίσει το πουκάμισό.
- Δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο αυτή τη στιγμή ότι έγινε εγινε εσένα δεν σου έχει τύχει ποτέ;
- Όχι κοπελιά δεν είμαι ηλίθιος.
- Ε εντάξει δεν είσαι ηλίθιος αλλά είσαι γαιδαρος μεγάλος. Έλεος ένα πουκάμισο είναι.
- Τι να σου πω κορίτσι μου εκτός από ηλίθια είσαι και αναίσθητη. Ένα πουκάμισο λέει!!! Πώς θα πάω έτσι στη συνάντηση μου λες;
- Φτάνει πια πολύ ασχολήθηκα μαζί σου αγενενεστατε.

  Η Ηρώ έφυγε μες τα νεύρα δεν της έφταναν τα δικά της προβλήματα έτυχε και πάνω στον κομπλεξικο τι άλλο θα πήγαινε στραβά σήμερα;
Έφτασε στο ξενοδοχείο και ζήτησε να επικοινωνήσει με τον παππού της για να του πει να κατέβει στο μπαρ του ξενοδοχείου να πιούμε ένα καφέ ,που τον είχε τόσο ανάγκη εκείνη την στιγμή, αλλά εκείνος της είπε να πάει καλύτερα στο δωμάτιο του μακριά από αδιάκριτα βλέμματα, έτσι το κορίτσι ανέβηκε στο δωμάτιο και χτύπησε την πόρτα.

- Κοριτσάκι μου έλα πέρασε μέσα.
- Παππού μου τι κάνεις; Τι ευχάριστη έκπληξη ήταν αυτή;
- Ο Αλέξανδρος με πηρε.
- Γιατί;
- Γιατί αν και μικρός έχει τρομερή διαίσθηση. Ήξερε τι θα γίνει με τον πατέρα σου πριν ακόμα μάθεις ότι πέρασες.
- Δεν το πιστεύω. Και εσύ τι σχέση έχεις με όλα αυτά;
- Ο αδελφός σου ζήτησε την βοήθεια μου, δεν θα επιτρέψει στον πατέρα σου να σε κλείσει στο σπίτι. Αν και από ότι έμαθα σήμερα για άλλου το σπίτι σε ετοιμάζει ο γιος μου.
- Ναι μου είπε ότι πρέπει να παντρευτώ κάποιον που δεν τον ξέρω γιατί μόνο έτσι θα του φανώ χρήσιμη.
- Αχ παιδί μου δεν ξέρω τι λάθος έκανα με τον πατέρα σου. Εγώ από μικρό προσπαθούσα να του δώσω να καταλάβει ότι πάνω από όλα είναι ο άνθρωπος όχι τα λεφτά.
- Δεν φταίς εσύ παππού απλά έτσι είναι.
- Φταίω αλλά δεν θα αφήσω τα δικά μου λάθη να καταστεψουν τις δικές σας ζωές.
- Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι ξέρεις πως είναι όταν μπαίνει μια ιδέα στο κεφάλι του μπαμπά.
- Ναι αλλά δεν ξέρει αυτός πως είναι όταν μπαίνει στο δικό μου!
- Τι εννοείς;
- Λοιπόν εσύ αυτό που θέλω να ξέρεις για αρχή είναι ότι πρέπει να βρεις ένα σπίτι και να ετοιμάσεις τα πράγματα σου για την φοιτητική ζωή.
- Πως θα γίνει αυτό;
- Τον γιο μου θα τον αναλάβω εγώ.
- Και ο Αλέξανδρος; Δεν μπορώ να φύγω και να τον αφήσω μόνο του.
- Λοιπόν μην σε στεναχωρεί τίποτα όλα θα τα κανονίσω. Αύριο το πρωί θα μιλήσω με τον πατέρα σου και αύριο το απόγευμα θα περάσεις πάλι από εδώ να σου πω τις λεπτομέρειες. Τώρα θέλω να ξεκινήσεις να ψάχνεις για σπίτι και θα τα πούμε αύριο.

  Η Ηρώ ξεκίνησε να φύγει με εντελώς διαφορετική διάθεση από το ξενοδοχείο τώρα είχε μια ελπίδα ήξερε ότι ο παππούς δεν τάζει πράγματα που δεν μπορεί να κάνει.
Για κάποιο λόγο με τα χρόνια είχε προσέξει ότι ο μπαμπάς της φοβόταν τον παππού δεν τον ήθελε στη ζωή τους ποτέ αλλά δεν μπορούσε να του φέρει και αντιρρήσεις αυτό την έκανε να ελπίζει λίγο περισσότερο! Εκεί που περπατούσε ξαφνικά αισθάνθηκε κάτι παγωμένο επάνω της.

- Πλάκα μου κάνεις;
- Πάλι εσύ με ακολούθησες για να ανταποδώσεις που σου έριξα τον καφέ;
- Ε κοπελιά εσύ όντως δεν πας καλά τι στο καλό σημάδι με έβαλες σήμερα;
- Όρεξη σε ειχα γαιδαρε. Δες πως με έκανες.
- Να πω συγνωμη; Να πω μια σου και μια μου; Να σου πω καλύτερα μάθε να περπατάς θα πάρεις κανεναν στο λαιμό σου.
- Ε άι στο διάολο σήμερα βλαμμενε.
- Πρόσεξε το στόμα σου μικρη.
- Μικρό είναι το μάτι σου. Έχεις καταφέρει να με βγάλεις εκτός εαυτού φεύγω γιατί δεν ξέρω τι άλλο θα πω η θα κάνω.
- Και ο καφές μου; Ειναι ο δεύτερος που μου ρίχνεις.
- Πιες κώνειο!!!

Κάποτε θυμάμαι...Donde viven las historias. Descúbrelo ahora