Το τι έγινε από εκείνη τη στιγμή και για αρκετές μέρες μετά η Ηρώ δεν είχε ιδέα.
Σαν να παρακολουθούσε την ζωή κάποιου άλλου από μια πλευρά σαν θεατής.Κατάλαβε ότι έβαλε τις φωνές ,χέρια να την απομακρύνουν από τον Αλέξανδρο, γιατρούς να τρέχουν. Τον παππού της να κλαίει και τον Γιάννη που κάτι προσπαθούσε να της πει αλλά δεν τον καταλάβαινε. Είδε ένα φορείο να περνάει από μπροστά της αλλά δεν φαινόταν ποιος ήταν επάνω, τον είχαν σκεπασμένο ούτε αυτό το καταλάβαινε ποιος ήταν; που τον πηγεναν;
Δεν μπορούσε να καταλάβει προς τι όλη αυτή η αναστάτωση κάτι είχε συμβεί σίγουρα αλλά το μυαλό της δεν την βοηθούσε να καταλάβει.
Κουραστικε να μην καταλαβαίνει έπρεπε να προσπαθήσει, κάτι μέσα της ομως της έλεγε να μην το κανει ότι ήταν καλύτερα έτσι.
Ξαφνικά βρέθηκε στο σπίτι της. Πώς βρέθηκε εκεί ποιος την είχε πάει; Για κάποιο λόγο ο Γιάννης επέμενε να κοιμηθεί γιατί όμως η ίδια δεν ένιωθε να νυστάζει.
Της είπαν ντυθεί αλλά εκείνη δεν είχε να πάει πουθενά. Η Κατερίνα της πήγε και ρούχα. Μαύρα γιατί μαύρα; Δεν φορούσε ποτέ μαύρα δεν τα ήθελε γιατί επιμένουν;
Βρέθηκε στο αυτοκίνητο με το Γιάννη και τον παππού της. Που την πηγεναν πάλι; Κάτι έλεγαν μάλλον μιλούσαν για εκείνη αλλά δεν ήταν και σίγουρη για κάποιο λόγο δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στις λέξεις που έβγαιναν από τα στόματα τους.
Έφτασαν σε ένα μέρος με πολλά δέντρα τι ήταν αυτό το μερος; Δεν τις άρεσε καθόλου αλλά δεν μπορούσε να σχηματίσει της λέξεις για να τους πει να φύγουν.
Κόσμος πολύς όλοι στα μαύρα μα γιατί; δεν είναι χαρούμενο χρώμα γιατί το φοράνε όλοι; Οι ποιο πολλοί κλαίνε, τι έγινε και τους στεναχωρεσαι όλους μαζί; Και εκείνη έπρεπε να κλάψει; Δεν ήξερε αλλά από την άλλη γιατί να κλάψει; αφού αισθανόταν ότι δεν είχε δάκρυα.
Ο κόσμος περνούσε και τη χαιρετούσε και κάτι της έλεγαν αλλά δεν ήθελε να τους ακούει γιατί δεν σταματάνε όλοι να μιλάνε;
Ήθελε να πάει σπίτι της να κοιμηθεί να μην ακούει φωνές της προκαλούσαν πονοκέφαλο. Γιατί δεν την επερναν από εκεί δεν της άρεσε.Πίσω στο σπίτι ο Γιάννης και ο παππούς της τη ρωτάνε συνέχεια αν είναι καλά. Μα τι έχουν πάθει γιατί δεν σταματάνε; Της πήγαν φαγητό αλλά δεν πεινάει.
Θέλει να πάρει αέρα θέλει να μείνει μόνη της αλλά δεν την αφήνουν γιατί; Κάτι φοβούνται μα για πιο λόγο;
Βγήκε στο μπαλκόνι της κρεβατοκάμαρας η θέα είναι μοναδική από τη μια ο γκρεμός από την άλλη το δάσος.
Άραγε πως θα ήταν αν έπεφτε; Τι θα ένιωθε; Θα έφευγε επιτέλους αυτό το πέπλο της ανυπαρξίας από επάνω της;
Έκανε ένα βήμα πιο κοντά στα κάγκελα. Τι πειράζει ακόμα ένα;
Την ώρα που ετοιμαζόταν να κάνει το επόμενο βήμα αισθάνθηκε δύο χέρια να την τυλίγουν και να την τραβούν.
- Ηρώ τι πας να κάνεις; Τρελάθηκες;
Ο Γιάννης. Ήταν καλός τον αγαπούσε αλλά γιατί δεν την άφησε να πετάξει;
- Ηρώ μίλα επιτέλους! Κάνε κάτι κλάψε φώναξε αντέδρασε σε παρακαλώ.
Τον κοιτούσε στα μάτια αλλά δεν τον έβλεπε. Είχε έρθει και ο παππούς της στο δωμάτιο και πάλι έκλαιγε. Τι είχε πάθει τέλος πάντων;
- Γιάννη αγόρι μου άφησε την είναι σε σοκ θα συνέλθει.
- Δεν μπορούμε να την αφήσουμε έτσι. Θα κάνει κακό στον εαυτό της. Θα πάρω τηλέφωνο γιατρό. Είναι τόσες μέρες δεν έχει βγάλει μιλιά, δεν τρώει και όλο το βράδυ κάθεται στο κρεββάτι με ανοιχτά μάτια.
- Δεν είναι λίγο αυτό που περνάει δεν μπορεί να το δεχτεί το μυαλό της.
- Όχι τέλος πάω να πάρω το γιατρό φοβάμαι για εκείνη.Πήγε ένας κύριος γιατρός της είπαν. Γιατί αφού δεν ήταν άρρωστη; Τη ρωτούσε πράγματα που δεν μπορούσε να του απαντήσει. Της έδωσε φάρμακα της είπε ότι θα την βοηθήσουν να κοιμηθεί.
Επιτέλους μετά από μέρες την πήρε ο ύπνος και έτσι μπόρεσε και ο Γιάννης να ξεκουραστεί. Δεν την είχε αφήσει λεπτό από τα μάτια του.
Η Ηρώ κοιμόταν ήρεμη για πολλές ώρες. Όταν άνοιξε τα μάτια της παραξενεύτηκε ήταν νύχτα και ο Γιάννης κοιμόταν δίπλα της στην πολυθρόνα. Πονούσε το κεφάλι της προσπάθησε να συγκεντρωθεί και τότε όλη η πραγματικότητα την χτύπησε στο κεφάλι.
Ο Αλέξανδρος είχε φύγει δεν άντεξε. Δεν μπόρεσε να τον προστατεύσει. Ούτε καν να τον αποχαιρετήσει δεν κατάφερε.
Η κραυγή που έβγαλε έκανε τον Γιάννη να τρομάξει και τον παππού της να τρέξει στο δωμάτιο. Προσπάθησαν να την ηρεμήσουν αλλά τίποτα δεν γινόταν.
- ΓΙΑΤΙ ΑΥΤΟΝ ΓΙΑΤΙ;;;;;
ВЫ ЧИТАЕТЕ
Κάποτε θυμάμαι...
Любовные романыΕσύ τι πιστεύεις ότι θά θυμάσαι κάποτε? Ένα μεγάλο έρωτα? Ένα καλό φίλο? Μια μεγάλη στενοχώρια ή μια μεγάλη χαρά? Αυτό θα το μάθεις όταν περάσουν και τα δικά σου χρόνια, τώρα ας δούμε τι είναι αυτό που θυμάται η Ηρώ...