Η Ηρώ έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της. Ώστε αυτό ήταν το μεγάλο σχέδιο του παππού της; Να την παντρέψει; Και σε τι διαφέρει από αυτό που ήθελε ο πατέρας της; Δεν μπορεί να της συνέβαινε αυτό.
- Αυτό ήταν λοιπόν θέλω δεν θέλω πρέπει να παντρευτώ; Και εσύ τα ίδια με τον μπαμπά;
- Όχι κορίτσι μου άκουσε με σε παρακαλώ.
- Να ακούσω τι; Ότι ποτέ δεν θα μπορέσω εγώ να ζήσω ελεύθερη;
- Όχι δεν είναι έτσι. Ο μπαμπάς σου ήθελε να σε παντρέψει για δικό του συμφέρον ,εγώ το μόνο που θέλω είναι το δικό σας καλό. Πριν βγάλεις συμπεράσματα άσε με να σου εξηγήσω.
- Είμαι 18 χρόνων πως μπορεί να είναι το καλό μου να παντρευτώ; Και ποιον αυτόν που ήθελε να μου δώσει και εκείνος;
- Όχι βέβαια εκείνος είναι ένα κάθαρμα δεν θα σε άφηνα να πέσεις στα χέρια του.
- Και τότε σε ποιανού γιατί διαφέρει ο δικός σου; Ποιος θα δεχόταν να παντρευτεί μια άγνωστη αν δεν είχε συμφέρον;
- Ο Γιάννης.Όχι δεν μπορεί να ήταν αλήθεια αυτό που άκουσε. Ένιωσε να ζαλίζεται ,δεν μπορεί και αυτός να ήταν ακόμα ένας ψεύτης, άρχισε να ζεσταίνεται να μην μπορεί να πάρει αναπνοή ήθελε να φύγει από εκεί μέσα. Βγήκε με φορά από το δωμάτιο με σκοπό να φύγει από εκεί ,αγνοώντας τον παππού της που την παρακαλούσε να τον ακούσει. Δεν πρόλαβε να φτάσει στη πόρτα όταν την σταμάτησε ο Γιάννης.
- Στάσου σε παρακαλώ. Μείνε να ακούσεις τι έχει να σου πει.
Χωρίς να το σκεφτεί γύρισε και του έδωσε ένα χαστούκι.
- Θα έπρεπε να ντρέπεσαι. Τελικά είσαι χειρότερος από όλους και εγώ σαν ηλίθια που είμαι σε πίστεψα.
- Κορίτσι μου τον αδικείς ο Γιάννης να βοηθήσει θέλει.
- Ναι όντως με βοήθησε. Με έκανε να καταλάβω ότι δεν μπορώ να εμπιστευτώ κανέναν. Σε ευχαριστώ πολύ.
- Ηρώ δεν είναι έτσι ότι σου έχω πει το εννοώ. Ηρέμησε και άκουσε μας.
- Όχι δεν πρόκειται να ακούσω τίποτα και όσο για εσένα δεν θέλω να σε ξαναδώ μπροστά μου.Άνοιξε την πόρτα και έφυγε τρέχοντας από εκεί μέσα. Πώς μπόρεσε ο παππούς της να κάνει κάτι τέτοιο; Και εκείνος γιατί τόσα ψέματα; Καυτά δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια της έτρεχε στους δρόμους μη βλέποντας μπροστά της. Ήταν μόνη της δεν είχε κανέναν. Πώς θα μπορούσε να βοηθήσει τον αδερφό της όταν δεν μπορούσε να κάνει τίποτα ούτε για τον ίδιο τον εαυτό της;
Ενώ περπατούσε σαν χαμένη στους δρόμους ένα αυτοκίνητο σταμάτησε δίπλα της.
- Μπες μέσα σε παρακαλώ πρέπει να με ακούσεις.
- Φύγε Γιάννη δεν θέλω να ακούσω τίποτα από εσένα.
- Έλα να σε πάω πίσω τουλάχιστον ο παππούς σου ανησυχεί.
- Άφησε με ήσυχη δεν θέλω.
VOCÊ ESTÁ LENDO
Κάποτε θυμάμαι...
RomanceΕσύ τι πιστεύεις ότι θά θυμάσαι κάποτε? Ένα μεγάλο έρωτα? Ένα καλό φίλο? Μια μεγάλη στενοχώρια ή μια μεγάλη χαρά? Αυτό θα το μάθεις όταν περάσουν και τα δικά σου χρόνια, τώρα ας δούμε τι είναι αυτό που θυμάται η Ηρώ...