Μείνε δίπλα μου

136 13 2
                                    

  Κόντευε να ξημερώσει και κανένα σημάδι από τον Αλέξανδρο. Ο Γιάννης μην μπορώντας να σκεφτεί με ποιο άλλο τρόπο να βοηθήσει , είπε να βγει εξω να κάνει ένα τσιγάρο να καθαρίσει το μυαλό του. Στο τέλος του  διαδρόμου είχε μια πόρτα που οδηγούσε σε ένα μικρό μπαλκόνι.

  Κάθησε κάτω άναψε το τσιγάρο του και χαζεύοντας την ανατολή σκεφτόταν την Ηρώ. Έπρεπε να βρει τον αδερφό της, δεν της άξιζε άλλη δυστυχία ήθελε να είναι καλά.

  Την ώρα που σηκώθηκε για να μπει μέσα του φάνηκε ότι άκουσε βήχα. Δεν μπορούσε να καταλάβει από που ερχόταν ο ήχος αλλά αποφάσισε να το ψάξει. Πήδηξε από το μπαλκόνι και βρέθηκε στο πίσω μέρος της κλινικής. Όσο περπατούσε ο ήχος δυνάμωνε. Σε κάποια στιγμή είδε μπροστά του μια πόρτα που αν έκρινε από τον ήχο οδηγούσε στο λεβητοστάσιο. Προσπάθησε να την ανοίξει αλλά ενώ η πόρτα ήταν ξεκλειδωτη κάτι από μέσα την εμπόδιζε να ανοίξει. Προσπάθησε ξανά αλλά δεν κατάφερε τίποτα, πήγε να φύγει αλλά ο βήχας ξανακουστικε από μέσα. Αφού είδε ότι δεν μπορεί να ανοίξει έφυγε τρέχοντας να ειδοποιήσει τους άλλους.

  Μετά από λίγο είχαν μαζευτεί όλοι εκεί. Οι αστυνομικοί με τα εργαλεία τους ξηλωσαν την πόρτα. Τι δωμάτιο ήταν πολύ μικρό ίσα που χωρούσε μέσα ο λέβητας αλλά με μια ποιο προσεκτική ματιά τον είδαν.

   Σε μια μικρή εσοχή του λέβητα ήταν ο Αλέξανδρος κουλουριασμένος. Ήταν άσπρος σαν το πανί και από τις αναθυμιάσεις του πετρελαίου τον είχε πιάσει βήχας σε σημείο να μην μπορεί να πάρει αναπνοή.

  Οι νοσοκόμοι κατευθείαν μπήκαν μέσα τον πήραν και τον έβαλαν στο φορείο. Μέχρι να τον ανεβάσουν στο ιατρείο τον είχε πιάσει κρίση.

  Τον πήγαν απευθείας στην εντατική για να μπορέσουν να τον συνεφέρουν.  Ολόκληρη οι οικογένεια περίμενε από έξω. Αυτή τη φορά δεν μιλούσε κανείς. Ακόμα και οι γονείς τους είχαν καθήσει σε μια άκρη και περίμεναν.

  Γιατροί έμπαιναν και έβγαιναν συνέχεια χωρίς να τους λέει κανείς τίποτα.

  Η Ηρώ από μέσα της προσευχόταν να γίνει καλά και θα έκανε ότι ήθελε μέχρι και πίσω στο πατρικό της θα γυρνούσε αν αυτό ήταν που ήθελε εκείνος.

  Ο Γιάννης καθόταν δίπλα και απλά της κρατούσε το χέρι δεν ήξερε τι να πει. Τι μπορείς να πεις άλλωστε όταν ένα παιδί δείνει μάχη για την ζωή του;

  Ο παππούς τους καθόταν σκυφτός και δεν ήξερε τι να κάνει για να βοηθήσει τον εγγονό του. Όταν έχασε την αγαπημένη του γυναίκα αυτά τα δύο παιδιά ήταν που του έδωσαν δύναμη. Πώς θα το άντεχε αν πάθαινε τώρα κάτι ο Αλέξανδρος;

Κάποτε θυμάμαι...Donde viven las historias. Descúbrelo ahora