Τέλος

362 20 4
                                    

  Είχε περάσει σχεδόν το καλοκαίρι σε δέκα μέρες η Ηρώ θα άφηνε την γιαγιά της και θα επέστρεφε στην πόλη για να ξεκινήσει στη σχολή της.
Όλο το καλοκαίρι είχε περάσει έτσι γιαγιά και εγγονή στο παγκάκι στη παραλία η μία να λέει και η άλλη να ακούει.
 
- Ηρουλα μου άντε έτοιμος ο καφές πάμε.
- Τι άλλο θέλεις να μάθεις πια στα είπα όλα.
- Σχεδόν όλα. Τι έκανες στην Αυστραλία; Πώς βρέθηκες εδώ ξανά; Γιατί έμεινες μόνη;
- Τον μπαμπά σου τον γέννησα στην Αυστραλία εκεί μείναμε μέχρι να γίνει τεσσάρων. Όταν ήταν να ξεκινήσει σχολείο αποφάσισα να γυρίσουμε πίσω. Νοίκιασα ένα διαμέρισμα μακριά από τις περιοχές που γυρνούσα παλιά. Όταν ο μπαμπάς σου πήγε στο πανεπιστήμιο αγόρασα αυτό εδώ το σπίτι, ήταν ακόμα έρημο και εγκαταλελειμμένο. Το σπίτι που μένετε τώρα είναι του παππού μου. Τα υπόλοιπα λίγο πολύ τα ξέρεις.
- Γιατί δεν ξανά έφτιαξες την ζωή σου;
- Δεν ήθελα για εμένα πλέον το μόνο που είχε σημασία ήταν ο γιος μου.
- Δεν ήθελες έναν άντρα στη ζωή σου;
- Όχι έναν άντρα αγάπησα. Μπορεί να έγινε ότι έγινε αλλά δεν έπαψα ποτέ να τον αγαπάω. Στην καρδιά δεν μπορείς να πεις " Σταματά να αγαπάς" δυστυχώς δεν σε ακούει.
- Αχ Ηρουλα μου πραγματικά λυπάμαι.
- Δεν πειράζει κορίτσι μου μη στεναχωριέσαι για μένα. Ο γιος μου μου χάρισε πολύ ευτυχία. Έχω τέσσερα υπέροχα εγγόνια και επιτέλους έχω μια μεγάλη αγαπημένη οικογένεια αυτό που πάντα ήθελα.
- Ναι αλλά πάντα κάτι θα λείπει έτσι δεν είναι;
- Ναι ένα κομμάτι από την καρδιά μου.
- Στο μπαμπά γιατί δεν τα είπες όλα αυτά;
- Γιατί δεν ήθελα ποτέ να νιώσει ότι δεν ήταν ευπρόσδεκτος, να σκεφτεί ότι ήρθε στη ζωή καταλάθος από έναν άνθρωπο που το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν τα λεφτά. Πώς ο παππούς του προσπάθησε να σκοτώσει την μαμά του. Μόνο πόνο θα του έφερναν όλα αυτά.
- Οι γονείς σου τι απέγιναν;
- Ο πατέρας μου πέθανε πριν αρκετά χρόνια και η μητέρα μου είναι σε έναν οίκο ευγηρίας.
- Τους ξανά είδες;
- Τον μπαμπά μου όχι την μάνα μου την έχω επισκεφτεί εκεί που είναι αλλά πλέον το μυαλό της έχει φύγει δεν με αναγνώρισε.

    Ο καιρός είχε αρχίσει να κρυώνει οι πρώτες ψιχαλες δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνιση τους. Οι δύο γυναίκες τα μάζεψαν και πήγαν μέσα.

- Ηρουλα να σε ρωτήσω κάτι;
- Εσύ και οι ερωτήσεις σου. Πες μου.
- Το επίθετο του Γιάννη ποιο ήταν;
- Νικολάου.
- Είχες ποτέ νέα του έμαθες τιποτα για την ζωή του;
- Μια φορά τον είδα στο δρόμο. Εκείνος δεν με είδε κρύφτηκα. Κρατούσε ένα κοριτσάκι από το χέρι, μάλλον ένα από τα παιδιά του με την Έβελιν.

Κάποτε θυμάμαι...Où les histoires vivent. Découvrez maintenant