Κεφάλαιο 55

49 2 0
                                    

Αγγελίνα

Έφυγα από το σπίτι και πήγα στα ΚΤΕΛ. Αποφάσισα να πάω λίγες μέρες στο πατρικό μου μέχρι να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Έβγαλα δύο εισιτήρια για το απογευματινό δρομολόγιο. Στην φύλαξη αποσκευών άφησα το σακίδιο. Στην συνέχεια πήγα από τον παιδικό σταθμό. Έπρεπε να ενημερώσω για την απουσία της μικρής.

"Χαίρετε! Είμαι η μαμά της Αθηνάς της Παινέση." Είπα στην διευθύντρια του Σταθμού
"Σας θυμάμαι. Παρακαλώ καθίστε. Σε τι οφείλεται η επίσκεψη;" ρώτησε γλυκά η γυναίκα
"Ξέρετε, θα πάμε λίγες μέρες στους γονείς μου τώρα που βρήκα κι εγώ χρόνο οπότε θα λείψει αυτές τις τρεις μέρες." Εξήγησα
"Πιστεύω πως θα της κάνει καλό να δει τον παππού και την γιαγιά της. Ξέρεις Αγγελίνα, το τελευταίο καιρό, μετά τα Χριστούγεννα δηλαδή, η Αθηνά δεν δείχνει πολύ καλά." Είπε κάπως διστακτικά
"Τι εννοείτε;" ρώτησα ανήσυχη
"Δεν δείχνει πολύ συγκεντρωμένη, δεν παίζει πολύ με τα άλλα παιδάκια και γενικά είναι λίγο σκεπτική. Αυτό δεν είναι πολύ συνηθισμένο στα παιδάκια της ηλικίας της." Είπε
"Ίσως φταίει που αυτό τον καιρό δεν είχαμε πολύ χρόνο για να παίξουμε μαζί της λόγο εξεταστικής. Αλλά δεν την αφήσαμε ούτε στιγμή μόνη." Είπα
"Μην ανησυχείς. Πηγαίνετε και το ταξίδι σας και θα γίνει καλά. Μπορεί να μην της έφτασαν οι διακοπές των Χριστουγέννων και να θέλει λίγη ακόμη ξεκούραση." Είπε
"Μακάρι. Σας ευχαριστώ πάντως πολύ για την ενημέρωση." Είπα
"Εύχομαι καλό ταξίδι. Και μην φοβάσαι η Αθηνά είναι ένα υπέροχο και φυσιολογικό παιδάκι. Όλα τα παιδιά έχουν καλές και κακές μέρες." Είπε
"Καταλαβαίνω. Αντίο." Είπα

Πέρασα από την τάξη της Αθηνάς κι αφού χαιρέτησε τους συμμαθητές της, φύγαμε.

"Δεν θα πάμε σπίτι;" ρώτησε
"Θα πάμε να φάμε σε εκείνο το μαγαζί που σου αρέσει." απάντησα
"Κι ο μπαμπάς;" ρώτησε
"Ο μπαμπάς δεν θα έρθει." Είπα αλλά δεν μίλησε ξανά. Πήγαμε ως το ταβερνάκι και φάγαμε. Ήρθε και η Δάφνη να μας κάνει παρέα.

"Σκέφτηκα να φύγω δύο μερούλες να πάω να δω λίγο τους δικούς μου." Είπα
"Καλά θα κάνεις. Θα έρθει κι ο Χάρης;" ρώτησε
"Όχι γιατί δεν ξεμπέρδεψε ακόμη με τα μαθήματα." Εξήγησα
"Δεν πειράζει. Να ξεκουραστείς κι εσύ λίγο." Είπε
"Αθηνά μου, έπαιξες με τα παιδάκια σήμερα;" ρώτησα
"Όχι, μόνο με την Άση. Ζωγραφίσαμε δεν παίξαμε." Απάντησε
"Σήμερα μου είπε η Διευθύντρια του παιδικού που είναι η μια από τις δασκάλες της ότι δεν είναι καλά το τελευταίο καιρό." εξήγησα χαμηλόφωνα στην Δάφνη
"Γιατί όμως;" ρώτησε
"Δεν ξέρω. Θα δούμε πως θα πάει κι όταν γυρίσουμε.... Αλήθεια, τι ώρα είναι; Στις 5 φεύγει το λεωφορείο." Είπα
"Ας πηγαίνουμε σιγά σιγά. Θα σας πετάξω εγώ με το αμάξι." Είπε

Σε όλη την διαδρομή η Αθηνά ήταν πεσμένη στα πόδια μου και κοιμόταν. Σε 3:30 ώρες είχαμε φτάσει. Ο μπαμπάς μου ήρθε να με πάρει από τα ΚΤΕΛ. Πήγαμε στο πατρικό μου και βολεψαμε τα πράγματα στο εφηβικό μου δωμάτιο.

"Πως και δεν ήρθε ο Χάρης;" ρώτησε η μαμά μου
"Έχει ακόμη κανα δυο μαθήματα να δώσει. Είπα αφού εμείς έχουμε χρόνο να έρθουμε λιγάκι να σας δούμε. Να έχει κι αυτός την ησυχία του να διαβάσει." Είπα
"Καλά κάνατε. Τι ζωγραφίζεις εκεί Αθηνά;" ρώτησε την μικρή που κάθονταν στο τραπέζι της κουζίνας και ζωγράφιζε
"Ένα σπίτι, εγώ, η μαμά κι ο μπαμπάς." Είπε
"Κι αυτό εδώ τι είναι;" ρώτησα
"Σύννεφα με βροχή." Είπε δείχνοντας τη ζωγραφιά
"Τι θέλεις να σου φτιάξει η γιαγιά να φας για βράδυ;" ρώτησε η μαμά
"Κανένα αυγό βράσε. Ποτέ δεν απαντάει όταν την ρωτάς για φαΐ." Είπα και η μαμά μου έβαλε αμέσως το αυγό
"Νυσταξες αγάπη μου;" την ρώτησα καθώς την είδα να χασμουριέται
"Ναιι" απάντησε
"Σε όλο τον δρόμο κοιμόσουν." Είπα
"Κουράστηκε το παιδί. Πρώτα θα φάμε όμως  ναι;" Είπε η μαμά
"Εντάξει" Απάντησε η μικρή

Αφού φάγαμε, πήγα να βάλω την μικρή για ύπνο. Της διάβασα παραμύθι και ευτυχώς την πήρε γρήγορα ο ύπνος. Έψαχνα να βρω το τηλέφωνό μου αλλά μάλλον το έχω ξεχάσει στην κουζίνα. Πάω λοιπόν ως εκεί. Το βρίσκω πάνω στον πάγκο. Έχω πολλές αναπάντητες από τον Χάρη. Το είχα στην δόνηση ευτυχώς.
Τσεκάρω αν υπάρχει κόσμος και πριν προλάβω να τον πάρω πίσω, με παίρνει ξανά.
"Έλα. Συγγνώμη που δεν στο σήκωνα απλώς κοίμιζα την μικρή." Είπα
"Που είστε;" ρώτησε ανησυχος
"Στο πατρικό μου." Απάντησα
"Λοιπόν, αύριο θα δώσω το μάθημα και μετά θα πάρω το αμάξι και θα έρθω να μιλήσουμε." Είπε
"Εντάξει. Καληνύχτα." Είπα
"Καληνύχτα." Είπε κι έκλεισα το τηλέφωνο

"Ο Χάρης ήταν;" ρώτησε η μαμά που ήταν πίσω μου
"Ναι. Καληνυχτιστήκαμε." Απάντησα
"Κόρη μου, όλα καλά;" ρώτησε
"Ναι μαμά. Καλή νύχτα." Απάντησα και πήγα επιτέλους για ύπνο.

Την επόμενη μέρα ξύπνησα αργά. Είχα ανάγκη από έναν καλό ύπνο. Η μαμά είχε πάρει μαζί της την Αθηνά. Κάθισα για λίγο στον υπολογιστή και κοίταξα λίγο την πτυχιακή μου εργασία. Αν όλα πάνε καλά, μέσα στην χρονιά αυτή, παίρνω πτυχίο. Στην συνέχεια, κάνω ένα μπάνιο να χαλαρώσω εντελώς και αρχίζω να ντύνομαι. Το τηλέφωνό μου χτυπάει. Είναι ο Χάρης. Σε λίγη ώρα θα έφτανε οπότε κανονίσαμε να πάμε σε μια καφετέρια. Πήρα τον δρόμο για το κέντρο. Πέρασα πρώτα από το καφέ - βιβλιοπωλείο μας. Πλέον το είχαν διαμορφώσει σαν αναγνωστήριο.

"Πως περνάτε εσείς εδώ;" ρώτησα
"Καλά είμαστε. Φάγαμε όλο μας το φαγητό που φέραμε από το σπίτι, ζωγραφίσαμε και τώρα ετοιμαζόμαστε να πάμε σπίτι." Απάντησε η μαμά
"Εγώ πάω σε μια δουλίτσα που έχω. Δεν θα αργήσω πολύ." Είπα
"Να πας κορίτσι μου." Είπε η μαμά. Η Αθηνά δεν μου μιλούσε. Μάλλον είχε νυστάξει. Την φίλησα κι έφυγα.

Μαζί Where stories live. Discover now