Κεφάλαιο 10

198 18 0
                                    

Μετά από δύο μέρες

Είχε πάει 7:00 το πρωί και εγώ ακόμα δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Έτσι σηκώθηκα απ'το κρεβάτι για να ετοιμαστώ για το σχολείο και έκλεισα το ξυπνητήρι έτσι ώστε να μην χτυπήσει. Μόλις ετοιμαστηκα κατέβηκα κάτω για να φτιάξω πρωινό. Όπως κατέβαινα άκουσα την πόρτα να ανοίγει. Κοίταξα και είδα τον Marcel να μπαίνει μέσα γεμάτος αίματα. Ναι και αν αναρωτιέστε μένουμε μαζί.
Sandra: Πάλι για κυνήγι πηγές;
Marcel: Με έπιασε μια πείνα το βράδυ και μου έχουν τελειώσει τα σακουλάκια.
Sandra: Πόσους σκότωσες;
Marcel: Όχι πολλούς... μόνο 3
Sandra: Το ξέρεις ότι αν δεν ήσουν φίλος μου θα είχες πεθάνει ήδη γιατί θα σε σκότωνα έτσι;
Marcel: Το ξέρω αλλά... (πήγε να πει αλλά τον διέκοψα)
Sandra: Δεν θέλω να μου πεις τίποτα άλλο απλά να σταματήσεις να σκοτώνεις αθώους ανθρώπους.
Marcel: Εντάξει, σου υπόσχομαι ότι θα προσπαθήσω.
Sandra: Το ελπίζω. Τέλος πάντων πάω να φτιάξω πρωινό.(είπα και πήγα στην κουζίνα)
Μόλις έφαγα πήγα στο δωμάτιο του Marcel για να κατέβω μαζί του μέχρι να ετοιμαστεί και να φάει η Madison. Ανέβηκα πάνω πλησίασα την πόρτα του δωματίου του και την χτύπησα. Μπήκα μέσα και ο Marcel δεν ήταν πουθενά. Τον πήρα τηλέφωνο και δεν απάντησε, μετά τον ξανά πήρα αλλά πάλι τα ίδια αποτελέσματα είχα έτσι πήγα κάτω και έκανα ένα ξόρκι εντοπισμού για να τον βρω. Τον ξόρκι έδειχνε ότι ήταν στον βάλτο (περιοχή των λυκανθρωπων). Έτσι ειπα στην Madison ότι δεν θα πάω σήμερα στο πανεπιστήμιο, πήρα την μηχανή μου και έφυγα γρήγορα για το βάλτο. Μόλις έφτασα είδα τον Marcel περικυκλωμένο από λύκους, έγινα και εγώ λύκος και πήγα δίπλα του. Έκανα νόημα στους υπόλοιπους λύκους να φύγουν αλλά αυτοί έγιναν πάλι άνθρωποι χωρίς να φύγουν. Μόλις έγινα και εγώ ξανά άνθρωπος και με είδαν έφυγαν κατευθείαν με σκυμμένο το κεφάλι. Μετά ντύθηκα και ξανά πήγα στον Marcel.
Sandra: Είσαι ηλίθιος; Τι ρωτάω είσαι. (είπα νευριασμένη)
Marcel: Sandra άκου επ... (πήγε να πει αλλά τον σταμάτησα)
Sandra: Δεν θέλω να μάθω γιατί ήρθες απλά πρόσεχε αυτή τη φορά σε προστάτεψα και δεν πέθανες την επόμενη φορά μπορεί να μην προλάβω να έρθω ή ακόμα μπορεί και να μην ξέρω ότι κινδυνεύεις.
Marcel: Κοίτα το ξέρω ότι ενδιαφέρεσαι για εμένα αλλά αλήθεια δεν χρειάζεται να προσπαθείς να με προστατεύσεις μπορώ να προστατέψω μόνος μου τον εαυτό μου. Κανονικά εγώ θα έπρεπε να είμαι τόσο υπερπροστατευτικός μαζί σου διότι εσένα προσπαθεί να σε σκοτώσει μια αρχέγονη βρικόλακας όχι εμένα (είπα και με αγκάλιασε)
Sandra: Απλά να προσέχεις, δεν θα αντέξω να χάσω και εσένα. Σ' αγαπάω.
Marcel: Και γω μικρή μου.
Sandra: Ευχαριστώ δεν μου είπες όμως (είπα βγαίνοντας απ' την αγκαλιά του με σταυρωμένα τα χέρια)
Marcel: Για πιο πράγμα;
Sandra: Που χάρης εμένα δεν είσαι νεκρός.
Marcel: Α ναι ευχαριστώ (είπε και του ξέφυγε ένα γελακι). Να σου πω πως του έδιωξες όλους εννοώ είσαι σαν αυτούς δεν είσαι Άλφα οπότε γιατί να σε ακούσουν.
Sandra: Μεγάλη ιστορία πάμε σπίτι και θα σου πω. (του είπα πιάνοντας το χέρι του και κάνοντας του νόημα να ανέβουμε στην μηχανή μου για να φύγουμε)
Μόλις φτάσαμε είδα τον Klaus να κάθεται έξω  από το σπίτι μου. Πάρκαρα την μηχανή και κατεβήκαμε όταν τον είδα ο Marcel πήγαινε προς τον Klaus νευριασμένος αλλά τον σταμάτησα και του έκανα νόημα να μπει μέσα στο σπίτι για να μείνουμε μόνοι μας. Μόλις μπήκε πήγα και έκατσα δίπλα στον Klaus.
Sandra: Τι θες εδώ;
Klaus: Ήρθα να σου ζητήσω συγγνώμη.
Sandra: Δεκτεί κάτι άλλο;
Klaus: Ναι. Έφυγα για να σε προστατέψω.
Sandra: Πάλι τα ίδια. Δεν θέλω να ακούσω κάτι άλλο.(είπα και σηκώθηκα για να φύγω όμως με σταμάτησε πιάνοντας το χέρι μου)
Άσε με. Με πονάς.
Klaus: Οου συγγνώμη. (είπε και άφησε το χέρι μου) Άσε με να σου εξηγήσω και μετά φύγε.
Sandra: Καλα (είπα ξεφυσοντας).
Klaus: Μια συμμορία βρικολάκων ήθελαν να σε σκοτώσουν γιατί είχες σκοτώσει τον αρχηγό τους. Ένας από αυτούς είναι ένας παλιός μου φίλος, αυτός μου το είπε επειδή ξέρει πως ήμασταν μαζί. Μόλις το έμαθα έβαλα την Freya να κάνει ένα ξόρκι όπου οποίος προσπαθούσε να με βρει με ξόρκι εντοπισμού θα φαίνεται πως είμαι νεκρός και για να μην καταλάβετε ότι δεν είμαι στα αλήθεια νεκρός έκανε ακόμα ένα ξόρκι για το φέρετρο. Φαινόμουν πως ήμουν εγώ μέσα στο φέρετρο αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν κανένας. Έτσι πήγα στην Τζόρτζια ( το όνομα της πόλης) για να τους βρω και να τους σκοτώσω.
Sandra: Εμ οκευ. Ευχαριστώ;
Klaus: Κατάλαβες τώρα γιατί έπρεπε να νομίζεις ότι ήμουν νεκρός.
Sandra: Όχι.
Klaus: Τι;
Sandra: Όχι δεν καταλαβαίνω. Γιατί θα μπορούσες να μου έλεγες τι γινόταν εναντίον μου έτσι ώστε να πάμε μαζί εκεί ή να εμένα εδώ και να σε περίμενα, όχι να σκηνοθετήσεις το θάνατο σου (του είπα φωνάζοντας λίγο)
Klaus: Θα ερχόσουν μαζί μου και θα ήταν επικίνδυνα.
Sandra: Χα επικίνδυνα ναι εντάξει σίγουρα. Έχω σκοτώσει πόσους βρικόλακες και ακόμα δεν έχω πεθάνει. Νομίζεις θα μπορούσαν να με σκοτώσουν αυτοί; (του είπα χωρίς να φωνάζω)
Klaus: Ποτέ δεν ξέρεις.
Sandra: Ξέρεις κάτι άστο (του είπα και τον φίλησα). Μου έλειψες.
Klaus: Και εμένα
Sandra: Πάμε μέσα;
Klaus: Πάμε!
Μόλις μπήκαμε ανεβήκαμε κατευθείαν στο δωμάτιο μου και μόλις άνοιξα την πόρτα είδαμε...

Kol Mikaelson FanfictionWhere stories live. Discover now