ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16

63 15 17
                                    

ΠΡΟΣΟΧΗ Σκηνή βίας στο συγκεκριμένο κεφάλαιο!!

Δύο εβδομάδες είχαν περάσει χωρίς επεισόδια. Ο Λεωνίδας και η Κάτια ένιωθαν συνεχώς τα βλέμματα των γονιών τους πάνω τους και δεν είχαν ξαναβρεθεί από εκείνη τη νύχτα, ενώ η Κάτια και η Άντζελα δεν μιλούσαν καθόλου στη Μαρία. Η προδοσία της ήταν πολύ βαριά.

Ο Λεωνίδας έκανε υπομονή. Ήξερε πως λίγοι μήνες είχαν απομείνει για να μπορέσουν να το σκάσουν μαζί. Δεν ήξερε όμως ότι σύντομα θα ερχόταν η μέρα που ένα ατυχές γεγονός  θα έπαιρνε την αγαπημένη του μακριά του.

Τις τελευταίες μέρες, ο Βασιλιάς δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται την Κάτια, το νεανικό, ροδαλο της δέρμα που κοκκινίζε όταν ερχόταν σε αμηχανία, τα λαμπερά ξανθά μαλλιά, το λεπτό της σώμα με τις τέλειες αναλογίες. Αυτό το κορίτσι ήταν σκέτος πειρασμός και τόσον καιρό αντιστεκόταν επειδή ήταν κόρη της γυναίκας του. Τώρα τελευταία όμως που έμαθε ότι ο γιος του χαιρόταν αυτό το θεϊκό κορμί, ένιωθε τέτοια ζήλια που οι σκοτεινές ορμές του ξύπνησαν ξανά. Ήταν σίγουρος ότι, έτσι και την πετύχαινε πουθενά μόνη της δεν θα κατάφερνε να ελέγξει τον εαυτό του.

Μια μέρα, η Κάτια διέσχιζε έναν μεγάλο διάδρομο για να πάει στο δωμάτιο της, όπου την περίμενε ο Λεωνίδας. Είχαν δώσει κρυφό ραντεβού. Ξαφνικά όμως, ένιωσε κάποιον να την αρπάζει από πίσω. Δύο τεράστια χέρια την ακινητοποίησαν και το ένα της έκλεισε το στόμα προτού καταφέρει καν να συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει.

"Είσαι δική μου..." της έλεγε. Δεν χρειάστηκε πολύ για να αναγνωρίσει τη φωνή του: ήταν ο Βασιλιάς Αλέξανδρος.

"Πώς νιώθεις που ξελόγιασες τον γιο μου; Ε; Είσαι μια μικρή πόρνη, το ξέρεις;" της έλεγε καθώς την έσερνε σε μια γωνιά και την άγγιζε σε σημεία που δεν έπρεπε. Ο πανικός την κατέβαλλε και ένιωσε την αηδιαστική στύση του πάνω της. Εκείνη τη στιγμή, ορκίστηκε στον εαυτό της πως δεν ήθελε με τίποτα να βιαστεί από αυτόν τον απαίσιο. Του πάτησε με δύναμη το πόδι με το τακούνι της και αυτός έβγαλε ένα επιφώνημα πόνου και μόλις τα χέρια  του την άφησαν, η Κάτια το έβαλε στα πόδια ακούγοντας πίσω της τις βρισιές του.

Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε με δάκρυα αγωνίας να της καίνε τα μάτια, διέσχισε τον μεγάλο διάδρομο και κατέβηκε τη σκάλα. Βρέθηκε στη μεγάλη αίθουσα και βγήκε στους κήπους από την πίσω πόρτα. Δεν είχε συναντήσει κανέναν μέχρι στιγμής.

Απελπισμένη διέσχισε όλους τους κήπους, νιώθοντας τον Αλέξανδρο να την κυνηγάει ακόμα, έστω κι αν αυτό δεν ήταν αλήθεια. Μπήκε στον κήπο με τα Κρίνα και βγήκε στο δάσος από τη μικρή πορτίτσα του φράχτη. Αφού διέσχισε μια μικρή απόσταση, σταμάτησε και γύρισε πίσω της. Κανείς δεν την κυνηγούσε.

Το μόνο που ακουγόταν ήταν τα πουλιά που κελαηδούσαν και οι λαχανιασμένες της ανάσες. Ακόμα δεν ένιωθε ασφαλής όμως. Χώθηκε μέσα σε ένα θάμνο, ενώ τα άγρια κλαδιά του τη γρατζούνισαν σε πολλά σημεία. Χρειαζόταν λίγο χρόνο για να συνειδητοποιήσει που βρισκόταν. Ήταν αλήθεια; Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος, ο πατριός της, είχε επιχειρήσει να τη βιάσει; Και τώρα τι θα έκανε; Πώς θα αντικρύζε ξανά τον Λεωνίδα; Και αν επέστρεφε και ο Βασιλιάς την περίμενε για να συνεχίσει αυτό που άρχισε; Αν την καρτερούσε στο πορτάκι του κήπου; Όχι, η Κάτια δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει αυτό. Δεν είχε το κουράγιο να γυρίσει.

Καθόταν στην κρυψώνα της για ώρες κάνοντας αυτές τις σκέψεις και συνειδητοποιώντας τελικά ότι δεν μπορούσε να επιστρέψει.

Είχε μεσημεριάσει για τα καλά, όταν αποφάσισε να βγει τελικά από την κρυψώνα της. Διέσχισε το δάσος, αλλά από την άλλη πλευρά, στο μονοπάτι που έβγαζε στην μπροστινή μεριά του Παλατιού.

Από εκεί που έφτασε έβλεπε την μπροστινή πύλη, οι φρουροί όμως δεν την έβλεπαν έτσι όπως ήταν κρυμμένη πίσω από ένα δέντρο. Ο φόβος την κατέλαβε και πάλι και δεν σκεφτόταν πλέον καθαρά. Η φυγή φάνταζε πλέον η μόνη λύση.

Τα βήματα της, αργά, την οδηγούσαν άθελά της σχεδόν στο σταθμό του τρένου. Περπατούσε σαν χαμένη, σαν να ζούσε μέσα σε έναν εφιάλτη και σύντομα θα ξυπνούσε, η σαν να μην ήταν αυτή η Κάτια, σαν να ζούσε στο σώμα μιας άλλης και έβλεπε τη ζωή της σαν παρατηρητής.

Έφτασε στο σταθμό, όπου είχε φτάσει το τρένο από τον Νότο και φόρτωνε, για να ξεκινήσει ξανά σε λίγο το ταξίδι του προς αυτόν.

Δεν είχε λεφτά για εισιτήριο πάνω της, όμως επικρατούσε ένας πανικός από κόσμο ο οποίος έσπρωχνε κι έβριζε για να εξοικονομήσουν μια θέση έστω της τελευταίας στιγμής. Η Κάτια στριμώχτηκε ανάμεσα τους και πέρασε χωρίς να την αντιληφθεί ο σταθμάρχης.

Μπήκε στο τρένο και κάθισε σε μια θέση δίπλα στο παράθυρο. Για μια στιγμή, ήλπιζε να ερχόταν τρέχοντας ο Λεωνίδας και να της έλεγε ότι κατά κάποιον τρόπο έμαθε τι έγινε, κι ότι θα την προστάτευε απ' τον πατέρα του κι ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Τίποτα τέτοιο όμως δεν έγινε.

Το τρένο ξεκίνησε, σβήνοντας πια κάθε ελπίδα από την καρδιά της Κάτιας.

Αλήθειες και Ψέματα (Τα Πέντε Βασίλεια Prequel)#SCBC2024Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ