Είχε βραδιάσει. Σε όλη τη διάρκεια της ημέρας, γυρνούσε άσκοπα στους δρόμους και νοσταλγούσε τις στιγμές που περνούσε στο Παλάτι. Γιατί έπρεπε να συμβεί αυτό; Περνούσε τόσο όμορφα με τον Λεωνίδα, ήταν ο άντρας της. Και τώρα ήταν αναγκασμένη να ζήσει μακριά του σαν φυγάς. Επειδή δεν τολμούσε να γυρίσει και να μιλήσει για ότι συνέβη. Ίσως όμως γινόταν ένα θαύμα και εκείνος την έβρισκε.
Περνούσε έξω από ένα μπαρ. Το στομάχι της διαμαρτυρόταν πάλι. Απ' το πρωί δεν είχε φάει τίποτα και έπρεπε να εξασφαλίσει το φαγητό της για το βράδυ.
Ίσως κατάφερνε να παραγγείλει κάτι και να φύγει, πάλι χωρίς να πληρώσει όπως στο μπακάλικο το πρωί.
Το μπαρ ήταν θεοσκότεινο και γεμάτο κόσμο. Ο κόσμος που έβλεπε κάνεις εκείνες τις μέρες στα μπαρ ήταν ληστές η μαφιόζοι, γιατί μετά τη βασιλική οικογένεια εκείνοι ήταν οι πιο πλούσιοι. Μετά έρχονταν οι άστεγοι και οι ζητιάνοι. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που είχαν μια μεσαία οικονομική άνεση, όμως εκείνοι ζούσαν στις γειτονιές μέσα στον Λόφο του Παλατιού, και ήταν οι αξιωματικοί και κάποιες αριστοκρατικής καταγωγής οικογένειες.
Η Κάτια ανήκε κι εκείνη στην κατηγορία των κλεφτών. Το πρωί είχε κλέψει μπισκότα και τώρα σχέδιαζε να κλέψει πάλι. Ήταν κιόλας κλέφτρα, ήλπιζε όμως να μη γινόταν και δολοφόνος.
Μπροστά στην πόρτα υπήρχε ένα τραπέζι των τεσσάρων ατόμων κι όμως ήταν άδειο. Η Κάτια κάθισε εκεί, σκεπτόμενη ότι θα ξέφευγε πιο εύκολα εφόσον ήταν κοντά στην έξοδο. Σε λίγα λεπτά έφτασε στο τραπέζι της σέρνοντας τα πόδια του ένας σερβιτόρος, ο οποίος ήταν αρκετά κακοντυμένος, με το φθαρμένο πουκάμισο να κρέμεται έξω απ' το παντελόνι κι ένα βρόμικο γιλέκο. Ήταν κοντά στην ηλικία της και προσπάθησε να της χαμογέλασει, όμως δεν τα κατάφερε λόγω της εμφανέστατης κούρασης του.
"Τι θα πάρετε;" τη ρώτησε.
"Ένα σάντουιτς με ζαμπόν, τυρί και ντομάτα." Απάντησε όσο πιο ευγενικά μπορούσε.
"Μάλιστα." Είπε ο κουρασμένος σερβιτόρος κι έφυγε.
Λίγα λεπτά αργότερα έφτασε το σάντουιτς και η Κάτια άρχισε να τρώει λαίμαργα, και ας μην ήταν τόσο εύγευστο όσο τα λουκούλλεια γεύματα του Παλατιού. Κάποια στιγμή, ένιωσε ένα κρύο χέρι στον ώμο της.
"Κοπελιά, να καθίσουμε εδώ; Τα υπόλοιπα είναι γεμάτα." Τη ρώτησε κάποιος.
Γύρισε και είδε δύο νεαρούς και μια κοπέλα να στέκονται από πάνω της. Ήταν όλοι ντυμένοι με παλιά και φτωχικά ρούχα, τα μαλλιά τους ήταν αχτένιστα και φαίνονταν σαν να είχαν μέρες να λουστούν. Όμως είχε ανάγκη από λίγη συντροφιά για να ξεχαστεί.
BẠN ĐANG ĐỌC
Αλήθειες και Ψέματα (Τα Πέντε Βασίλεια Prequel)#SCBC2024
Lãng mạnΣτη Χώρα των Πέντε Βασιλείων και συγκεκριμένα στο Νότιο Βασίλειο, ζει μια νεαρή κοπέλα, η Κάτια, μαζί με τον πατέρα της και τις αδελφές της, Μαρία και Άντζελα. Μετά την αποτρόπαιη δολοφονία του πατέρα τους όμως, οι τρεις αδελφές καλούνται στο Βόρειο...