Η Κάτια ξύπνησε, αυτή τη φορά ξαπλωμένη επάνω στο σκληρό χωμάτινο έδαφος, κουλουριασμένη σε στάση εμβρύου. Την πονούσε φοβερά η μέση της, και λογικό εφόσον κοιμήθηκε όλη νύχτα μες στην υγρασία και με τις πέτρες να της τρυπούν το δέρμα. Δεν τολμούσε να ανοίξει τα μάτια της και να αντικρύσει ξανά τη σκληρή πραγματικότητα. Τα κράτησε κλειστά και φαντάστηκε πως βρισκόταν στην ασφάλεια της αγκαλιάς του Λεωνίδα. Το πρόσωπο του πατέρα του όμως ξεπρόβαλε ξάφνου ανάμεσα τους και τους απειλούσε, και κατάλαβε ότι δεν θα ήταν πια ασφαλής αν επέστρεφε κοντά του.
Οι αναμνήσεις της προηγούμενης νύχτας άρχισαν να επιστρέφουν στο μυαλό της. Απέκτησε τρεις νέους φίλους, ήπιαν μαζί και τους βοήθησε να ληστέψουν μια τράπεζα. Κάτι πήγε στραβά όμως, ίσως κάποιοι τους είδαν και τους μαρτύρησαν στην αστυνομία η οποία κατέφθασε την ώρα της ληστείας. Η Κάτια γλίτωσε τη σύλληψη, όχι όμως και οι φίλοι της κι ένιωθε άσχημα για αυτό. Άραγε τι θα απογίνονταν τώρα; Θα τους ξαναβλέπε ποτέ;
Τότε θυμήθηκε τη συνάντηση της με τη μυστηριώδη γυναίκα την ίδια ημέρα το πρωί, αν και δεν είχε ιδέα τι ώρα ήταν και αν είχε χάσει το ραντεβού τους. Πίεσε τον εαυτό της να σηκωθεί. Όλο το σώμα της την πονούσε, όμως είχε πολλά να κάνει και θα ήταν μια δύσκολη μέρα. Με τα λεφτά που θα έπαιρνε, έπρεπε να αγοράσει ρούχα, φτωχικά και φθηνά βέβαια για να μη γίνεται στόχος, και φυσικά ένα καινούργιο σπίτι, αν έβρισκε σε καλή τιμή. Και ποιος ξέρει; Ίσως κάποια μέρα να έβρισκε ξανά τις χαμένες της δυνάμεις και να επέστρεφε στον Βορρά και στον άντρα της.
Σε λίγες ώρες, το σπίτι είχε πουληθεί και η Κάτια είχε αγοράσει μερικά καινούργια ρούχα, παπούτσια κι ένα παλτό. Σπίτι δεν βρήκε. Το πιο φθηνό κόστιζε πάνω από δέκα χιλιάδες και ήταν χωρίς παράθυρα και πόρτα. Απογοητεύθηκε, γιατί πάλι θα έπρεπε να μείνει στο δρόμο. Τουλάχιστον όμως, της είχαν απομείνει αρκετά λεφτά και τώρα δεν θα χρειαζόταν να κλέβει για να φάει.
Βράδιασε ξανά. Με τη μικρή βαλίτσα της στο χέρι, μπήκε σε ένα πανδοχείο για να περάσει τη νύχτα. Θα έτρωγε πρώτα κάτι στο μπαρ και ύστερα θα έκλεινε ένα δωμάτιο.
Το μπαρ του πανδοχείου ήταν γεμάτο μαυροντυμένους άντρες και ελάχιστες γυναίκες. Όλα τα τραπέζια ήταν πιασμένα και η μόνη κενή θέση βρισκόταν σε ένα μεγάλο τραπέζι με πολλά άτομα, πλάι σε έναν μεγαλόσωμο άντρα.
«Καλησπέρα.» του είπε. «Θα σας πείραζε αν καθόμουν εδώ;» Εκείνος την κοίταξε ερευνητικά και για λίγο της θύμισε εκείνον τον απαίσιο...
BẠN ĐANG ĐỌC
Αλήθειες και Ψέματα (Τα Πέντε Βασίλεια Prequel)#SCBC2024
Lãng mạnΣτη Χώρα των Πέντε Βασιλείων και συγκεκριμένα στο Νότιο Βασίλειο, ζει μια νεαρή κοπέλα, η Κάτια, μαζί με τον πατέρα της και τις αδελφές της, Μαρία και Άντζελα. Μετά την αποτρόπαιη δολοφονία του πατέρα τους όμως, οι τρεις αδελφές καλούνται στο Βόρειο...