ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34

51 14 13
                                    

"Στην υγειά σου Νίκο." Είπε η Κάτια υψώνοντας το ποτήρι της στον αέρα και κατέβασε μονομιάς το τρίτο ποτήρι ουίσκι.

Πάλι το έκανε. Πάλι είχε κυλήσει στο ποτό και κάθε νύχτα καταστρεφόταν όλο και περισσότερο. Ή ανάμνηση του Νίκου και των όσων έζησαν, η εγκατάλειψη του, καθώς και όλα τα προηγούμενα προβλήματα, την έριξαν και πάλι στον εθισμό και δεν ήθελε πια να σωθεί. Το ουίσκι ήταν ο μοναδικός της φίλος και η μόνη της παρηγοριά.

Δεν της είχαν απομείνει πολλά χρήματα και αν συνέχιζε έτσι, σύντομα θα αναγκαζόταν να κλέβει για να ζήσει. Αλλά προτιμούσε να ξοδεύει τα λεφτά της στο ποτό για να ηρεμεί πάρα στο φαγητό που δεν είχε όρεξη ούτε να βλέπει τελευταία.

Όταν τελικά αποφάσισε να φύγει το μπαρ είχε σχεδόν αδειάσει. Πλησίασε το πάσο, όπου ο ιδιοκτήτης, ο κυρ Παύλος, καθάριζε κάποια απ' τα ποτήρια που είχε μαζέψει. Την ήξερε καλά πλέον την Κάτια και πολλές φορές της κερνούσε τα ποτά της, γνωρίζοντας τη δύσκολη οικονομική της κατάσταση.

"Τι σου χρωστάω, Κυρ Παύλο;" ρώτησε. Δεν είχε μεθύσει αυτή τη φορά. Είχε αρχίσει να συνηθίζει ο οργανισμός της και έπρεπε να πιει πάρα πολύ για να μεθύσει.

"Τι να μου χρωστάς, κορίτσι μου; Κερασμένα και αυτά από εμένα. Να πας σπίτι σου να φας κάτι όμως. Μην πέσεις για ύπνο νηστική... Πετσί και κόκκαλο έχεις γίνει." Της είπε με σχεδόν πατρική στοργή ο μεσήλικας.

"Δεν έχω ανάγκη εγώ από φαί, Κυρ Παύλο. Αλκοόλ να υπάρχει μόνο να ξεχνάω τα προβλήματα μου. Ευχαριστώ πάντως για το κέρασμα. Καλή σου νύχτα."

"Καληνύχτα, κορίτσι μου. Να προσέχεις."

Η Κάτια γύρισε να φύγει, καθώς όμως κατευθύνονταν προς την έξοδο, ζαλίστηκε και λίγο έλειψε να σωριαστεί κάτω, όμως δύο χέρια πρόλαβαν και την έπιασαν.

"Κατια;" άκουσε μια ανήσυχη αντρική φωνή. Ήταν ο Σωτήρης, ο νεαρός σερβιτόρος που εκείνη την ώρα καθάριζε ένα τραπέζι εκεί δίπλα και την είδε. Πλησίασε και ο Παύλος ανήσυχος.

"Τι έπαθε;"

"Δεν ξέρω, αφεντικό. Απλά γύρισα και την είδα να πέφτει κάτω."

"Καλά είμαι. Ζαλίστηκα λιγάκι απ' το ποτό, αυτό είναι όλο." Είπε η Κάτια καθώς τη βοηθούσαν να καθίσει σε μια καρέκλα.

"Έχεις φάει τίποτα η νηστικιά ήπιες;" τη ρώτησε μαλώνοντας την σχεδόν ο ιδιοκτήτης του μπαρ.

"Δεν πήγαινε τίποτα κάτω." Παραδέχτηκε η Κάτια. "Άσε που δεν μου φτάνουν τα λεφτά, Κυρ Παύλο... Πρέπει να κάνω οικονομία. Δεν μπορώ να τρώω κάθε μέρα."

Αλήθειες και Ψέματα (Τα Πέντε Βασίλεια Prequel)#SCBC2024Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang