Πρόλογος

609 33 15
                                    

25 χρόνια πριν

Ήταν περασμένες 2 μετά τα μεσάνυχτα. Το φεγγάρι άστραφτε ψηλά στον ουρανό και η ατμόσφαιρα ήταν παγωμένη, πράγμα λογικό για μέσα Γενάρη. Όλοι οι δρόμοι ήταν καλυμμένοι με μια παχιά στρώση κρυστάλλινου χιονιού, ενώ από τα κεραμίδια μπορούσε κανείς να διακρίνει τους κοφτερούς κρυστάλλους. Το σκηνικό ήταν σαν πίνακας ζωγραφικής, ένα ονειρικό τοπίο, σαν να έχει βγει από παραμύθι, με μια γαλήνια σιωπή. Ήταν μια ήσυχη κωμόπολη στις Ηνωμένες Πολιτείες, γεμάτη από χαριτωμένα σπιτάκια, στα οποία κατοικούσαν οικογένειες με παιδιά. Εκείνο το βράδυ όμως η απουσία ανθρωπινής ζωής ήταν ιδιαίτερα αισθητή, όχι μόνο εξαιτίας της περασμένης ώρας αλλά και εξαιτίας του παγερού κρύου που κατέκλυζε τα πάντα.

Ένα μικρό αγοράκι γύρω στα 5 είχε κρυφτεί μέσα σε ένα ντουλαπάκι στην κουζίνα. «Στέφαν, σε παρακαλώ κρύψου εδώ μέσα και θα έρθει σε λίγο η μανούλα να σε βγάλει».

«Τι παίζουμε μαμά;» ρώτησε το αγοράκι με την παιδική φωνούλα του.

«Ένα καινούργιο παιχνίδι, πρέπει απλά να κάνεις ησυχία και ό,τι κι αν ακούσεις να μην βγεις έξω. Κλείσε τα αυτιά σου. Μην φωνάξεις μην κάνεις κανένα θόρυβο γιατί αλλιώς θα χάσεις το παιχνίδι» ψιθύρισε η μαμά του, κοιτώντας τον Στέφαν με τα διαπεραστικά της μπλε μάτια.

Το αγοράκι υπάκουσε και η μαμά του, τον έκλεισε μέσα στο ντουλάπι. Πήρε μια βαθιά ανάσα, ενώ τα χέρια της έτρεμαν. Την φοβόταν αυτή την στιγμή, εδώ και πολύ καιρό. Μπορεί να είχε παραιτηθεί μαζί με τον άντρα της, από την δουλειά τους εδώ και αρκετό διάστημα, όμως ήξεραν ότι δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν για πολύ καιρό, ειδικά μετά από αυτά που είχαν ανακαλύψει. Όταν όμως είδε φευγαλέα τις σκιές δυο αντρών έξω από το σπίτι τους, κατάλαβε ότι ο χειρότερος εφιάλτης της ήταν εδώ. Το παιδί μου, ας μην πειράξουν το παιδί μου ήταν η πρώτη της σκέψη.

Ο άντρας της είχε βγει ήδη έξω να ελέγξει αν υπήρχε κάποιος και δεν γινόταν απλά παρανοϊκή. Ήξερε πως αν τους είχαν ανακαλύψει, αυτήν την φορά δεν θα γλίτωναν. Πού θα μπορούσαν στο κάτω κάτω να πάνε με αυτόν τον καιρό;

« Πού είσαι Άλεξ;!» κλαψούρισε δυνατά ενώ η καρδιά της χόρευε σαν τρελή μέσα στο στήθος της. Περπατούσε με κοφτές κινήσεις σε όλο το δωμάτιο, πνιγμένη από το άγχος, μέχρι που αποφάσισε να βγει για να βρει τον άντρα της. Πρέπει να προστατέψω το παιδί μου σκέφτηκε. Ακόμη κι αν χρειαστεί να θυσιαστώ εγώ η ίδια. Έτσι πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν το χιόνι στην αυλή, μόνο που δεν ήταν πια λευκό αλλά ήταν ποτισμένο με ένα βαθύ κόκκινο χρώμα. Η ανάσα της έγινε όλο και πιο γρήγορη μέχρι που το βλέμμα της έφτασε στο άψυχο σώμα του συζήγου της που κειτόταν λίγο πιο δίπλα. Τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα και πριν προλάβει να φωνάξει, τους είδε. Ήταν περίπου πέντε άτομα, και με μια διεστραμμένη αίσθηση του χιούμορ, ήθελε να γελάσει που οι διώκτες τους, τους έστειλαν πέντε δολοφόνους. Τόσο πολύ τους ήθελαν νεκρούς, να επιβεβαιώσουν πως με κανέναν τρόπο δεν θα ξέφευγαν. Θεέ μου, πρόσεχε το παιδί μου... Τα μάτια της κοίταξαν ψηλά στον ουρανό, ενώ ένιωσε έναν μυώδη άντρα να την πλησιάζει.

«Οι Μίλερς σου στέλνουν χαιρετίσματα!» Μπούμ!


--------------------------------------------------------------------------------------------------


Η πρώτη μου ιστορία στο wattpad, ελπίζω να σας αρέσει. Περιμένω τα σχόλια σας με ανυπομονησία. 

Το πάθος της εκδίκησης (#Starterliste21) ( #TYS2021 )Onde histórias criam vida. Descubra agora