Όλα από κάπου ξεκινάνε

4.1K 111 26
                                    

Πλέον το καλοκαίρι έχει κάνει την εμφάνιση του. Ο αέρας είναι ήρεμος, και ο ήλιος δεσποτικός. Σε ένα μικρό χωριό, στην Αργολίδα, μια παρέα παιδιών κάθεται σε μια ερημική παραλία φωνάζοντας και γελώντας. Η Δήμητρα βγαίνει από την θάλασσα, σπρώχνοντας την κολλητή της πειραχτικά
«είσαι βλάκας»
Λέει και κάθονται δίπλα δίπλα πάνω στις πετσέτες τους
«ρε συ, έχεις παρατηρήσει ότι ο Στέφανος σε κοιτάζει υπερβολικά σήμερα;»
Αμέσως η Δήμητρα σηκώνει το κεφάλι για να δει το νεαρό αγόρι με τα καστανά μαλλιά να βγαίνει από την θάλασσα. Το σώμα του έλαμπε κάτω από τις ακτίνες του ήλιου, και σταγόνες νερού έπεφταν από τα μαλλιά του. Τον παρακολουθεί να γελάει μαζί με ένα άλλο αγόρι από την παρέα τους, τον Σπύρο. Ναι, ο Στέφανος ήταν αναμφίβολα ένας όμορφος νέος, όμως η Δήμητρα ένιωθε αδύναμη μπροστά του, σχεδόν αόρατη
«δεν θα με κοιτούσε ποτέ με τον τρόπο που τον κοιτάζω εγώ»
Μουρμουρίζει απογοητευμένα η νεαρή κοπέλα καθώς περνάει νευρικά μια τούφα πίσω από το αυτί της
«ω, σταμάτα να παίρνεις αυτό το δραματικό ύφος. Είσαι όμορφη, ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να σε προσέξει»
«αλλά όχι κάποιος σαν τον Στέφανο»
Αποκρίνεται η νεαρή κοπέλα και η Αφροδίτη ξεφυσά
«γιατί δεν δοκιμάζεις να του μιλήσεις;»
«γιατί; για να γίνω ρεζίλι;»
Λέει η Δήμητρα, με αποτέλεσμα η Αφροδίτη να στριφογυρίσει τα μάτια της
«γιατί το έχεις τόσο σίγουρο ότι θα σε απορρίψει; Στην τελική μπορεί να γουστάρει και εκείνος την φάση»
«ναι καλά»
Μουρμουρίζει ειρωνικά. Δεν ήθελε να δώσει έκταση στο θέμα. Ήξερε ότι ο Στέφανος ήταν ένα από εκείνα τα επικίνδυνα αγόρια της γειτονιάς. Ήξερε πως δεν ήταν και ο καλύτερος, αλλά ήθελε να κάνει σχέση μαζί του. Από μικρή τον ήθελε, απλώς δεν τόλμησε ποτέ να του το πει. Τα αγόρια κάθονται κοντά τους, σκουπίζοντας τα μαλλιά τους με τις πετσέτες
«είναι τέλειο το νερό!»
Λέει ο Στέφανος
«όντως, σήμερα είναι ιδανική μέρα για μπάνιο»
Αποκρίνεται η Αφροδίτη καθώς κλείνει τα μάτια της. Η Δήμητρα μένει παγωμένη στη θέση της, κοιτάζοντας τα μπλεγμένα της πόδια. Για μία ακόμη φορά η νεαρή κοπέλα σκεφτόταν τα λόγια της κολλητής της. Είχαν κάνει χιλιάδες φορές αυτή την κουβέντα, και στο τέλος δεν καταλήγανε πουθενά
«ει! πάμε το απόγευμα για μπύρα;»
Προτείνει ο Σπύρος
«ωραία ιδέα ρε φίλε. Κορίτσια είστε μέσα;»
Ρωτάει ο Στέφανος. Αμέσως οι δύο νέες κοιτάζονται μεταξύ τους για να επιβεβαιώσουν η μία την άλλη
«μέσα»
«εγώ έχω μια δουλειά, οπότε θα περάσω αργότερα να σας βρω»
Αποκρίνεται η Δήμητρα
«μήπως θέλεις να έρθω μαζί σου;»
Της προτείνει ο Στέφανος, αφήνοντας την με το στόμα να χάσκει
«εμ... όχι, εντάξει θα... είμαι»
Λέει τραυλιστά. Η Αφροδίτη από δίπλα της χαμογελάει
«άρα κανονίστηκε»
Λέει και έπειτα σηκώνεται από την θέση της
«πάμε να πάρουμε καμία μπύρα;»
Προτείνει. Αμέσως ο Σπύρος σηκώνεται όρθιος
«εμ, θα... θα έρθω μαζί σου»
Λέει ενώ περνάει το χέρι μέσα από τα κοντά μαλλιά του. Η Αφροδίτη χαμογελάει στραβά
«οκέι»
Του αποκρίνεται και περπατούν μαζί προς τον δρόμο. Η Δήμητρα μένει μόνη με τον Στέφανο, αλλά δεν αισθάνεται άβολα. Ίσα ίσα που νιώθει ασφάλεια μαζί του
«αλήθεια, τι δουλειά έχεις το απόγευμα;»
Την ρωτάει, περισσότερο από περιέργεια. Η κοπέλα χαμογελάει στραβά
«έχω να παραδώσω κάτι εικόνες»
Απαντάει ενώ τοποθετεί μια τούφα που έχει ξεφύγει πίσω από το αυτί της. Ο αέρας είχε αρχίσει να γίνεται κάπως πιο δυνατός, αλλά και πάλι παρέμενε ζεστός
«που;»
«σε ένα μοναστήρι»
Απαντάει και ένα μικρό χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπο του νεαρού αγοριού
«πάντως το συνέχισες»
Η Δήμητρα κατσουφιάζει
«ποιο;»
«τις αγιογραφίες»
«α!»
Αποκρίνεται η κοπέλα και έπειτα αφήνει ένα μικρό γελάκι να της ξεφύγει
«αφού μου αρέσουν, πάντοτε μου άρεσαν»
«ναι, ξέρω. Θυμάμαι από όταν είμασταν μικρά»
Λέει το αγόρι ενώ αποκαλύπτει μία σειρά από κατάλευκα δόντια. Αυτή την στιγμή φαινόταν άνετος και υπερβολικά γοητευτικός στα μάτια της νεαρής Δήμητρας. Ώρες ώρες ήλπιζε να είναι περισσότερο γενναία, όπως η Αφροδίτη. Να λέει αυτό που θέλει χωρίς περιστροφές
«πάντως το γουστάρω αυτό. Ξες, που ακολουθείς τα όνειρα σου. Αν και... δεν κατάλαβα ποτέ το κόλλημα που έχουν οι άνθρωποι με την θρησκεία»
Λέει καθώς ξαπλώνει πάνω στην πετσέτα του. Αυθόρμητα ένα γλυκό χαμόγελο απλώνεται στα χείλη της Δήμητρας
«δεν πρόκειται για κόλλημα»
«και τι είναι; όλες το παίζουν θεούσες και στην τελική κάνουν τα χειρότερα»
«αυτό δεν έχει να κάνει με την πίστη μας προς τον Θεό, αλλά με τον ίδιο μας τον εαυτό»
Ο Στέφανος στρέφει το κεφάλι ώστε να αντικρίσει το πρόσωπο της
«μου άρεσε αυτό που είπες»
Λέει έχοντας ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο στα χείλη του. Αυτόματα η Δήμητρα χαμηλώνει το κεφάλι, πιάνοντας τον εαυτό της να τον μιμείται
«η μάνα μου προσευχόταν μέρα νύχτα, και στην τελική... δεν έγινε τίποτα»
«ίσως έτσι πιστεύεις εσύ»
Λέει η κοπέλα και εκείνος ρουθουνίζει ειρωνικά
«τέλος πάντων, ας την κόψουμε αυτή την συζήτηση. Ας πούμε για κάτι πιο απλό»
Λέει και η Δήμητρα χαχανίζει. Και οι δύο είχαν ένα σκληρό παρελθόν. Και οι δύο είχαν από ένα σκοτεινό μυστικό. Αυτό όμως δεν τους έκανε ίδιους, δεν μπορούσαν να δουν τον κόσμο με τα ίδια μάτια. Η Δήμητρα είχε ακόμη καρδιά μέσα της, σε αντίθεση με τον Στέφανο που ένιωθε νεκρός συναισθηματικά.

Κατά το απογευματάκι η Δήμητρα πηγαίνει με το αυτοκίνητο πάνω, στο μοναστήρι. Ο δρόμος ήταν αρκετά μεγάλος, σχεδόν κουραστικός, όμως όφειλε να παραδώσει τις εικόνες. Είχε υποσχεθεί στον παπά του χωριού ότι θα το κάνει. Μόλις φτάνει στο μοναστήρι, παρκάρει το αυτοκίνητο και βγαίνει έξω. Ρίχνει μία σύντομη μάτια στα ρούχα της και έπειτα παίρνει τις εικόνες για να μπει μέσα. Από τα μεγάφωνα ακουγόταν η φωνή ενός μοναχού καθώς έλεγε μια προσευχή. Η αυλή δεν είχε τόσο κόσμο όσο συνήθως. Η Δήμητρα βαδίζει προς το εσωτερικό του ναού, για να βρει τον πάτερ Ιωάννη. Κοιτάζει τριγύρω, ώσπου τελικά τον βλέπει να έρχεται προς το μέρος της
«καλησπέρα πάτερ Ιωάννη»
Λέει και του φιλάει με σεβασμό το χέρι. Ο πενηντάχρονος άντρας με την μεγάλη γενιάδα της χαμογελάει εγκάρδια
«καλώς το κορίτσι μας. Έλα, πάμε έξω»
Λέει και βγαίνουν έξω από τον ναό
«έφερα τις εικόνες»
«θαυμάσια! ήξερα ότι μπορώ να βασιστώ επάνω σου»
Αποκρίνεται καθώς παίρνει τις εικόνες από τα χέρια της κοπέλας
«χαίρομαι που σας αρέσει η δουλειά μου»
Λέει η κοπέλα και εκείνη τη στιγμή ακούει μια άγνωστη αντρική φωνή να τους πλησιάζει
«αδελφέ Ιωάννη...»
Το βλέμμα της εστιάζει πίσω από τον πατέρα Ιωάννη, ώστε να δει από που προέρχεται αυτή η άγνωστη φωνή. Εκείνη τη στιγμή, η κοπέλα νιώθει την ανάσα να σκαλώνει στον λαιμό της, ενώ η καρδιά της χάνει έναν χτύπο. Δεν τον έχω ξαναδεί αυτόν τον άντρα εδώ
«αδελφέ Νικηφόρε, να σου γνωρίσω την Δήμητρα, την κοπέλα που μας έφτιαξε τις καινούργιες εικόνες. Έχει θαυμάσιο χέρι!»
Η κοπέλα χαμογελάει στραβά καθώς ακούει τα λόγια του πάτερ Ιωάννη. Ο πάτερ Νικηφόρος παίρνει μια βαθιά ανάσα
«εφόσον την προτιμήσατε εσείς αδελφέ, τότε είμαι βέβαιος πως θα έχει κάνει πολύ καλή δουλειά»
Λέει έχοντας ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη του. Η Δήμητρα μένει για μερικά λεπτά μαρμαρωμένη, κοιτάζοντας το πρόσωπο του άγνωστου μοναχού. Ήταν πραγματικά πολύ όμορφος. Τα μαλλιά του ήταν κατάμαυρα, η μύτη του ίσια, και τα χείλη του ήταν όμορφα σμιλεμένα. Τα γένια πλαισιώνουν το πρόσωπο του, κάνοντας τον να φαίνεται μυστήριος. Τέλος μένουν τα μάτια του, αυτές οι δύο σκοτεινές πύλες που σε οδηγούν σε σκοτεινά μονοπάτια. Φαινόταν περίεργος αυτός ο άντρας, ίσως και ταλαιπωρημένος
«λοιπόν, χάρηκα που τα ξανά είπαμε πάτερ Ιωάννη. Και χάρηκα για την γνωριμία, πάτερ Νικηφόρε»
Λέει η Δήμητρα καθώς κάνει μερικά βήματα πίσω, θέλοντας να απομακρυνθεί
«στο καλό παιδί μου, καλό δρόμο»
Αποκρίνεται ο πάτερ Ιωάννης. Η κοπέλα κάνει μεταβολή και φεύγει σχεδόν τρέχοντας από το μοναστήρι. Ο πάτερ Νικηφόρος την κοιτάζει έντονα, νιώθοντας ξαφνικά την περιέργεια να τον κατακλύζει
«από που είναι αυτή η κοπέλα αδελφέ Ιωάννη;»
«από την Αργολίδα, ένα χωριό εδώ κοντά. Είναι εξαιρετική κοπέλα. Τέλος πάντων, πάμε μέσα»
Λέει και έπειτα κάνει μεταβολή για να μπει μέσα στο ναό. Ο πάτερ Νικηφόρος μένει στη θέση του, κοιτάζοντας προς την κατεύθυνση όπου έφυγε η νεαρή κοπέλα.

Επίγειος ΘεόςWhere stories live. Discover now