Μόλις φτάνει στο μοναστήρι, βρίσκει τον πάτερ Νικηφόρο να στέκεται κοντά στις τριανταφυλλιές, εκεί που τον είδε για πρώτη φορά να χαμογελά. Αυτόματα νιώθει πεταλούδες στο στομάχι της
«πάτερ;»
Αναφωνεί μόλις φτάνει κοντά του. Ο άντρας σηκώνει το κεφάλι και την κοιτάζει θλιμμένος. Η Δήμητρα παγώνει
«τι συνέβη;»
Ο άντρας ξεφυσά, στρέφοντας το βλέμμα του αλλού
«θα χρειαστεί να κατέβω στην Αθήνα για μερικές ημέρες»
Η κοπέλα σαστίζει καθώς ακούει τα λόγια του
«για ποιον λόγο;»
«ο πατέρας μου είχε ένα καρδιακό επεισόδιο, ευτυχώς βρίσκεται η αδερφή μου μαζί του...»
«αλλά θα χρειαστεί να φύγεις»
Αποκρίνεται η Δήμητρα, κάνοντας τον Νικηφόρο να συμφωνήσει μαζί της
«πρέπει να φύγω»
Επαναλαμβάνει ενώ το βλέμμα του χαμηλώνει στο θλιμμένο πρόσωπο της. Δεν ήθελε να φύγει, μπορούσε να το δει καθαρά στα καστανά της μάτια. Εκείνη τη στιγμή, έπιασε τον εαυτό του να συμμερίζεται την θλίψη της. Βαθιά μέσα του ούτε εκείνος ήθελε να πάει, λες και μια φωνούλα μέσα του του ζητούσε να μείνει κοντά της. Είχε αρχίσει να συμπαθεί αυτό το κορίτσι, ιδιαίτερα μετά την εξομολόγηση της
«αυτό σημαίνει πως...»
Κάνει παύση, κρατώντας το βλέμμα της χαμηλά στο έδαφος. Ο Νικηφόρος την κοιτάζει με περιέργεια αλλά και υπομονή μαζί
«δεν θα μπορούμε να μιλάμε, έτσι;»
Συμπληρώνει την πρόταση της ενώ τα καστανά της μάτια ανεβαίνουν αργά στο πρόσωπο του
«φυσικά και θα μπορούμε»
Αποκρίνεται ο άντρας καθώς βγάζει ένα χαρτάκι από την μικρή τσέπη που υπάρχει στο στήθος του
«εδώ είναι ο αριθμός του κινητού μου...»
Λέει και της δίνει το διπλωμένο χαρτάκι
«όποτε νιώσεις την ανάγκη να μιλήσεις, μπορείς να με καλέσεις»
Η Δήμητρα κοιτάζει το χαρτάκι λες και είναι κάτι πολύτιμο για αυτήν. Το κρατά σφιχτά μέσα στην παλάμη της και έπειτα το κρύβει μέσα στην τσάντα της
«σας ευχαριστώ πάτερ. Αν θελήσετε και σεις να μιλήσετε σε κάποιον... να ξέρετε πως είμαι διατεθειμένη να σας ακούσω»
Ο νεαρός άντρας χαμογελά αχνά, νιώθοντας ένα μικρό τσίμπημα ικανοποίησης μέσα του. Είχε χρόνια να νιώσει πως κάποιος ενδιαφέρεται πραγματικά για αυτόν, για το πως αισθάνεται. Μερικές φορές ξεχνούσε ότι είναι άνθρωπος. Είχε αντέξει τόσα πολλά στην ζωή του, που πλέον ήταν σαν να είχε χάσει κάθε αίσθημα συμπόνιας για τον εαυτό του
«σε ευχαριστώ Δήμητρα, πραγματικά»
Λέει ενώ η κοπέλα τρίβει νευρικά τα χέρια της
«πως είναι ο πατέρας σας τώρα;»
Τον ρωτάει κάπως διστακτικά
«η κατάσταση του είναι σταθερή»
«έχετε κανέναν άλλο συγγενή;»
Τον ρωτάει και πάλι διστακτικά. Ο Νικηφόρος πειράζει νευρικά το κομποσχοίνι που κρατάει στα χέρια του
«δυστυχώς όχι. Τη μητέρα μου την χάσαμε πριν από πολλά χρόνια»
Της λέει έχοντας το βλέμμα του χαμηλά στο έδαφος. Όπως πάντα φαίνεται ήρεμος, ταπεινός. Η κοπέλα ξεροκαταπίνει
«λυπάμαι για την απώλεια της μητέρας σας»
Λέει και ο πάτερ κουνάει καρτερικά το κεφάλι
«οι πληγές μπορούν να επουλωθούν... αλλά όχι να ξεχαστούν»
Αποκρίνεται, κοιτάζοντας την κοπέλα έντονα μέσα στα μάτια. Για μια στιγμή, για μια μοναδική στιγμή, η Δήμητρα σκέφτεται να τον αγκαλιάσει, να τον παρηγορήσει με τον πιο όμορφο τρόπο που έχει δημιουργήσει η φύση. Όμως ήξερε πως ακόμη κι αυτό ήταν λάθος. Αυτός ο άντρας ήταν απαγορευμένος, δεν επιτρεπόταν ούτε να τον αγγίξει. Ασυναίσθητα αφήνει μια ανάσα κούρασης και κάνει ένα βήμα πίσω
«πρέπει να πηγαίνω»
Η φωνή της ακούγεται σιγανή, σχεδόν ψιθυριστή. Πριν καλά καλά το καταλάβει, το σώμα της παίρνει την πρωτοβουλία, και τα πόδια της ξεκινούν να τρέχουν μακριά από τον Νικηφόρο. Εκείνος για μία ακόμη φορά στέκει μαρμαρωμένος στη θέση του, κοιτάζοντας την κοπέλα να φεύγει. Πλέον είχε γίνει κάτι σαν συνήθειο το να την βλέπει να τρέχει μακριά του, λες και δεν μπορούσε να βρίσκεται για πολύ κοντά του. Το βλέμμα του χαμηλώνει ξανά στο έδαφος, νιώθοντας ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα να τον κατακλύζει. Από τη άλλη η Δήμητρα μπαίνει με φόρα μέσα στο αυτοκίνητο και κλείνει με δύναμη την πόρτα. Ακουμπάει το μέτωπο της στο τιμόνι και αφήνει έναν μικρό λυγμό να ξεφύγει από τα χείλη της. Ένα σύννεφο υπήρχε μέσα στο μυαλό της, που σιγά σιγά καθάριζε και αποκάλυπτε μια ένοχη αλήθεια. Άρχισε να τρέφει αισθήματα για αυτόν τον άντρα. Κάθε φορά που του μιλούσε, η απλά τον κοιτούσε, είχε ένα παράξενο σκίρτημα στην καρδιά. Άραγε αυτό δήλωνε κάτι; η ήταν απλά ένας ενθουσιασμός για το απαγορευμένο;
ESTÁS LEYENDO
Επίγειος Θεός
No Ficción«Σε έναν κολασμένο κόσμο, βρήκα ένα μικρό κομμάτι από τον παράδεισο»