Την επόμενη μέρα, η Δήμητρα βρίσκεται καθισμένη οκλαδόν στο κρεβάτι της, κρατώντας το ημερολόγιο της. Η μύτη του μολυβιού έτρεχε επάνω στο λευκό χαρτί, οι λέξεις όμως έβγαιναν καθαρές, και πολύ καλογραμμένες. Η Δήμητρα πλέον δεν είχε τίποτα άλλο μέσα στο μυαλό της, πέρα από τον Νικηφόρο. Σταματά να γράφει, καθώς θυμάται το χθεσινό τους φιλί στο μοναστήρι. Ασυναίσθητα ένα γλυκό χαμόγελο χαράζεται στα χείλη της. Μετά από εκείνο το φιλί, ένιωσε ένα δυνατό φως να λάμπει μέσα της. Ήταν η πρώτη φορά που αισθανόταν έτσι, ακόμη και με τον Στέφανο, τον οποίο ήθελε από παιδί, δεν είχε νιώσει κάτι παρόμοιο. Όλα ήταν πρωτόγνωρα, σχεδόν τρομακτικά, όμως η Δήμητρα δεν άφηνε αυτά τα άσχημα συναισθήματα να σκεπάσουν την καρδιά της. Ξαφνικά ακούγεται το τηλέφωνο της. Αμέσως το παίρνει από το κομοδίνο για να κοιτάξει την οθόνη. Το όνομα του την έκανε αυτόματα να χαμογελάσει πλατιά
«ναι;»
Λέει, προσπαθώντας να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό της
«καλημέρα. Πήρα για να μάθω πως είσαι»
Η φωνή του ακουγόταν κάπως τυπική, λες και μιλούσε σε κάποιον αντιπαθή συγγενή του
«καλά είμαι, ευχαριστώ για το ενδιαφέρον»
Αποκρίνεται η Δήμητρα, φανερά απογοητευμένη
«το απόγευμα θα σε δω;»
Η ερώτηση του ξανά φέρνει την χαρά στο πρόσωπο της κοπέλας
«αν το θέλεις και συ»
«δεν θα έπρεπε να το θέλω, αλλά πλέον.... μου φαίνεται αδύνατο να αντισταθώ»
Η απάντηση του κάνει την Δήμητρα να δαγκώσει το κάτω χείλος της από χαρά
«τότε θα έρθω»
Αποκρίνεται κάπως πιο συγκρατημένα. Άθελα του, ο Νικηφόρος χαμογελά, σαν ερωτοχτυπημένος έφηβος
«θα σε περιμένω»
Λέει σχεδόν ψιθυριστά. Αυτόματα η Δήμητρα νιώθει έναν περίεργο κόμπο χαμηλά στο στομάχι της
«Δήμητρα;»
Η φωνή της μάνας της την κάνει να τιναχτεί από την θέση της. Η χαρά της αντικαθιστάτε από ένα αίσθημα ανασφάλειας και αγωνίας
«πρέπει να κλείσω. Θα τα πούμε από κοντά»
Λέει βιαστικά στον Νικηφόρο και έπειτα το κλείνει, χωρίς να του δώσει την δυνατότητα να απαντήσει. Εκείνη την στιγμή, η πόρτα του δωματίου της ανοίγει, και βλέπει την μητέρα της να μπαίνει φουριόζα μέσα
«άντε, έλα κάτω να με βοηθήσεις»
Λέει και η Δήμητρα ξεφυσά από αγανάκτηση
«τώρα ρε μαμά, κατεβαίνω»
Αποκρίνεται και η Φανή φεύγει, αφήνοντας την πόρτα του δωματίου ανοιχτή, κάτι που εκνεύριζε την Δήμητρα. Ξεφυσά ξανά καθώς σηκώνεται από το κρεβάτι. Εκείνη την στιγμή όμως, της έρχεται η Αφροδίτη στο μυαλό. Από εχθές δεν μιλήσανε σχεδόν καθόλου. Χωρίς να χρονοτριβεί, καλεί τον αριθμό της, και περιμένει να απαντήσει. Η Δήμητρα περιμένει για αρκετά λεπτά, ώσπου τελικά βγαίνει ο τηλεφωνητής
«περίεργο»
Μουρμουρίζει στον εαυτό της. Ήταν η πρώτη φορά που η Αφροδίτη δεν της απαντούσε στο τηλέφωνο. Όμως η Δήμητρα δεν ήξερε ότι την ίδια στιγμή που την έψαχνε, η Αφροδίτη βρισκόταν ξανά στο γκαράζ του Στέφανου, και κάνανε έρωτα στο κρεβάτι που υπήρχε εκεί μέσα. Δυστυχώς η Αφροδίτη είχε πέσει ξανά στην παγίδα του Στέφανου, είχε γίνει ξανά έρμαιο των ερωτικών του διαθέσεων. Όταν σταματούν, η Αφροδίτη παίρνει το κινητό στα χέρια της, για να κοιτάξει τις ειδοποιήσεις της. Δύο κλήσεις από τον Σπύρο, και μία από την Δήμητρα. Τα μηνύματα της φυσικά ήταν αμέτρητα, και τα περισσότερα ήταν από την Δήμητρα
«σκατά»
Μονολογεί η κοπέλα, καθώς σηκώνεται από το κρεβάτι για να ντυθεί
«τόσο γρήγορα θα φύγεις; χωρίς έναν δεύτερο γύρο;»
«αυτό που έγινε σήμερα, δεν πρόκειται να ξαναγίνει»
Του λέει, με ήπιο τόνο. Όμως ο Στέφανος ήταν πολύ εγωιστής, δεν του άρεσε να έχουν οι άλλοι το πάνω χέρι
«θα σταματήσομε, όταν το πω εγώ, εντάξει;»
«δεν είμαι πια εκείνο το χαζό κοριτσάκι που έλιωνε για πάρτι σου. Οι εποχές άλλαξαν»
Αποκρίνεται με πείσμα η νεαρή κοπέλα, δείχνοντας του ξεκάθαρα ότι ήθελε να τον αποφύγει. Το ύφος του αλλάζει, γίνεται θυμωμένο. Αμέσως σηκώνεται από την θέση του για να την πλησιάσει με απειλητικά βήματα. Το χέρι του αρπάζει τον λαιμό της, και τα βλέμματα τους συναντώνται
«για να βρίσκεσαι σήμερα εδώ, σημαίνει ότι δεν έχουν αλλάξει και πολύ οι εποχές. Εκτός και αν ο κολλητός μου δεν ξέρει πως πρέπει να σε γαμήσει»
Αφήνει ένα ειρωνικό γελάκι καθώς σταματά την πρόταση του. Η Αφροδίτη τον κοιτάζει με θυμό, αλλά και ντροπή ταυτόχρονα, ντροπή για τον εαυτό της
«αυτό είναι; ο Σπύρος δεν σε γαμάει καλά; για αυτό έρχεσαι σε μένα;»
«σταμάτα, γίνεσαι αηδιαστικός»
Λέει ενώ κάνει να τον σπρώξει, αλλά δεν τα καταφέρνει
«έτσι σου αρέσει όμως»
Ψιθυρίζει και μετά τα χείλη του ορμούν στα δικά της. Η Αφροδίτη προσπαθεί να του φέρει αντίσταση, αλλά τελικά υποκύπτει σε αυτό το αρρωστημένο πάθος. Ήξερε ότι όλο αυτό δεν έβγαζε πουθενά, μα πάνω από όλα ήξερε ότι αν το μάθαιναν τα παιδιά, τότε θα διαλύονταν όλα μεταξύ τους, και δεν το ήθελε αυτό. Ο Σπύρος είναι καλό παιδί, και ξέρει ότι την αγαπάει, και η Δήμητρα είναι η κολλητή της, και αυτή που θα έπρεπε να βρίσκεται τώρα εδώ, μαζί με τον Στέφανο. Όλα της φαινόντουσαν λάθος, αλλά όταν βρισκόταν στην αγκαλιά του Στέφανου, τα ξεχνούσε όλα μεμιάς.Το ίδιο απόγευμα, η Δήμητρα πηγαίνει να βρει τον δικό της απαγορευμένο έρωτα, ο οποίος την περίμενε στην είσοδο του κτιρίου. Για μία ακόμη φορά, η αγωνία είχε φτάσει στο ζενίθ της. Η Δήμητρα ανυπομονούσε να τον δει, να ακούσει την φωνή του, μα πάνω από όλα, ανυπομονούσε να τον ξανά φιλήσει. Είναι παράξενο συναίσθημα ο έρωτας τελικά
«καλησπέρα πάτερ»
Λέει ενώ τώρα στέκεται μπροστά του. Τον παρακολουθεί να ρίχνει μια ματιά τριγύρω, πριν κάνει μεταβολή για να μπει μέσα στο κτίριο. Η Δήμητρα κομπλάρει για μια στιγμή, αλλά τελικά τον ακολουθεί. Μόλις μπαίνουν μέσα στο μικρό δωματιάκι, ο Νικηφόρος γυρίζει από την άλλη για να την κοιτάξει κατάματα. Τα βλέμματα συναντώνται ξανά. Μαύρα μάτια, καρφωμένα σε φοβισμένα καστανά. Η ατμόσφαιρα γινόταν και πάλι περίεργη ανάμεσα τους, σαν να γεννιέται μια αόρατη αύρα που θέλει να τους φέρει όλο και πιο κοντά. Ο Νικηφόρος προσπαθεί να καταλάβει τι είναι αυτό που νιώθει, προσπαθεί να το πολεμήσει, αλλά δεν γίνεται να πολεμήσεις κάτι που δεν γνωρίζεις. Η Δήμητρα, χωρίς να περιμένει περισσότερο, ορμάει στα χείλη του, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του. Ο Νικηφόρος δεν την απομακρύνει, αντιθέτως, αφήνει ανοιχτό το χέρι του στην πλάτη της, φέρνοντας την όλο και πιο κοντά του. Πλέον καταλάβαινε πως όλο αυτό ξεπερνούσε την λογική του. Έπιανε τον εαυτό του να αντιδρά περίεργα υπό την παρουσία της, να σκέφτεται πρωτόγνωρα πράγματα. Δεν έπρεπε να το επιτρέψει αυτό, δεν γινόταν να την αφήσει να εισβάλλει με τέτοιον τρόπο στην ζωή του. Αλλά πως μπορούσε να βάλει όρια; εφόσον και ο ίδιος απολάμβανε αυτόν τον απαγορευμένο καρπό. Το φιλί σταματά, όμως τα πρόσωπα τους δεν απομακρύνονται ούτε στο ελάχιστο
«από εχθές το βράδυ, δεν έχω σταματήσει να σε σκέφτομαι»
Ψιθυρίζει κοντά στα χείλη του, έχοντας κλειστά τα μάτια της. Ο Νικηφόρος ακουμπάει το μέτωπο του στο δικό της
«γιατί είμαι τόσο αδύναμος στο να σου αντισταθώ;»
Αποκρίνεται το ίδιο χαμηλόφωνα, προκαλώντας ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη της Δήμητρας
«επειδή αυτό που ζούμε είναι κάτι πολύ όμορφο Νικηφόρε. Είναι κρίμα να το αφήσουμε»
«όμως εγώ-»
Αμέσως η Δήμητρα τοποθετεί τα δάχτυλα της στα γεμάτα χείλη του, κόβοντας την πρόταση του
«απλώς αφέσου Νικηφόρε. Χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς ενδοιασμούς»
Λέει και ο Νικηφόρος την κοιτάζει σαν μαγεμένος μέσα στα μάτια. Για μία ακόμη φορά, είχε υποκύψει στα συναισθήματα του. Δεν υπήρχε αμφιβολία, το βέλος του έρωτα τον είχε τρυπήσει, όπως και την Δήμητρα.
YOU ARE READING
Επίγειος Θεός
Non-Fiction«Σε έναν κολασμένο κόσμο, βρήκα ένα μικρό κομμάτι από τον παράδεισο»