Την επόμενη μέρα, η Δήμητρα πηγαίνει νωρίς στο μοναστήρι για να τον βρει. Τώρα πλέον, ο Νικηφόρος την περίμενε έξω από το μικρό δωματιάκι, εκεί όπου ο έρωτας τους έπαιρνε σάρκα και οστά. Μόνο που σήμερα, η Δήμητρα δεν ένιωθε μόνο την ανάγκη να τον δει, αλλά και να μοιραστεί το πρόβλημα της μαζί του. Είχε την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον, και ο Νικηφόρος ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος
«καλημέρα πάτερ»
Λέει η Δήμητρα, κοιτάζοντας τον με λατρεία
«καλημέρα παιδί μου. Έλα, πάμε μέσα»
Αποκρίνεται και μπαίνουν μέσα στο μικρό δωμάτιο. Την ίδια στιγμή, δύο μοναχοί περνούν από τον διάδρομο, και τους βλέπουν να προχωρούν προς το δωματιάκι
«κάτι τρέχει με αυτούς τους δύο, να το ξέρεις»
Λέει ο ένας, με τον μόχθο να φαίνεται καθαρά στον τόνο της φωνής του
«πάψε, θα σε ακούσει κανείς και θα τρέχουμε. Έλα, πάμε έξω»
Αποκρίνεται ο άλλος, και βγαίνουν από το κτίριο. Την ίδια στιγμή, ο Νικηφόρος κλείνει την πόρτα, και γυρίζει από την άλλη για να αντικρίσει την νεαρή κοπέλα. Αμέσως η Δήμητρα ορμάει στα χείλη του, δίνοντας του ένα σύντομο φιλί
«μου έλειψες»
Ψιθυρίζει. Ο Νικηφόρος την κοιτάζει έκπληκτος για μερικά λεπτά, ώσπου τελικά χαμογελάει στραβά
«έλα, κάθισε»
Λέει, αγνοώντας την αποκάλυψη της. Η Δήμητρα νιώθει ένα μικρό κοκκίνισμα στα μάγουλα της, ενώ κάθεται στη συνηθισμένη της θέση
«ήρθες πολύ νωρίς σήμερα. Συμβαίνει κάτι;»
Ρωτάει και κάθεται απέναντι της
«συνέβη κάτι σοβαρό με την κολλητή μου, την Αφροδίτη»
Του απαντά, έχοντας το βλέμμα της χαμηλωμένο στο πάτωμα
«δηλαδή;»
«δηλαδή... απατάει το αγόρι της, και από ότι έχω καταλάβει... πρέπει να έχει μπλέξει πολύ άσχημα»
Αποκρίνεται και ο Νικηφόρος απλώνει τα χέρια για να χαϊδέψει τα δικά της
«και εσύ τι σκοπεύεις να κάνεις;»
«θέλω να μάθω με ποιον είναι, πως ξεκίνησαν, τα πάντα. Πρέπει να ξέρω»
«έχεις σκεφτεί πως ίσως δεν θέλει να το μοιραστεί μαζί σου;»
Την ρωτάει, και η Δήμητρα ανασηκώνει τους ώμους της
«με την Αφροδίτη κάνουμε παρέα από το δημοτικό. Έχουμε περάσει πολλά μαζί, και ποτέ δεν είχαμε μυστικά μεταξύ μας»
«ο καιρός όμως περνάει Δήμητρα. Δεν είστε πια εκείνα τα δύο κοριτσάκια του δημοτικού. Τώρα είστε γυναίκες, και η ζωή σας έχει γίνει πιο περίπλοκη»
Η Δήμητρα αφήνει έναν αναστεναγμό κούρασης να ξεφύγει από μέσα της
«έχεις δίκιο. Αλλά επιμένω πως πρέπει να την βοηθήσω»
Ο Νικηφόρος ανασηκώνει τους ώμους, μη ξέροντας τι ακριβώς πρέπει να της απαντήσει
«αν πιστεύεις ότι αυτό είναι το σωστό... τότε κάν'το»
Η Δήμητρα του χαμογελά στραβά, με τα μάτια της να λάμπουν από τρυφερότητα. Αυτή η στιγμή μεταξύ τους, της φαινόταν τόσο φυσιολογική. Λες και είναι ένα απλό, καθημερινό ζευγάρι
«τι;»
Ρωτάει ο Νικηφόρος, ενώ αφήνει ένα μικρό γελάκι να ξεφύγει από τα γεμάτα χείλη του. Η κοπέλα γέρνει αθώα το κεφάλι της στο πλάι
«τίποτα»
Απαντάει τελικά. Ο άντρας την κοιτάζει για μερικά λεπτά, ώσπου τελικά φέρνει το χέρι της κοντά στο πρόσωπο της. Η Δήμητρα εκπλήσσεται από αυτή του την κίνηση
«έχεις όμορφα χέρια Δήμητρα... απαλά, σαν αγγέλου»
Ψιθυρίζει και έπειτα φιλάει την ανάστροφη της παλάμης της. Η κοπέλα κλείνει για μια στιγμή τα μάτια της, απολαμβάνοντας τα χείλη του στο δέρμα της. Η εικόνα ενός καλόγερου να φιλάει το χέρι της, ήταν σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Όμως η Δήμητρα δεν μπορούσε να τον δει πλέον σαν καλόγερο, αλλά σαν τον άνθρωπο που λατρεύει
«έλα εδώ»
Λέει και με μια αιφνίδια κίνηση, την φέρνει να καθίσει πάνω στα γόνατα του. Η κοπέλα σαστίζει, αλλά χαμογελάει
«χαίρομαι που είσαι εδώ. Μου αρέσει όταν σε έχω κοντά μου»
Της εξομολογείται, νιώθοντας ντροπή για τον εαυτό του. Μπορεί να βρισκόταν τώρα μαζί της, μπορεί να είχε το θάρρος να φιλήσει τα χείλη της, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν ένιωθε τύψεις. Δεν έπαυε να είναι ο πάτερ Νικηφόρος, όσο κι αν βυθιζόταν σε αυτόν τον απαγορευμένο έρωτα. Η Δήμητρα νιώθει την καρδιά της να φτερουγίζει από χαρά, καθώς τα χέρια της τυλίγονται γύρω από τον λαιμό του
«τα αισθήματα είναι αμοιβαία»
Ψιθυρίζει και τα χείλη της ενώνονται ξανά με τα δικά του. Ο Νικηφόρος ένιωθε την ανάσα του να κόβεται από αυτό το φιλί. Τα χέρια της Δήμητρας άγγιζαν κάθε σπιθαμή του προσώπου του, λες και το επεξεργαζόταν με τα δάχτυλα της. Το φιλί σταματά, και τα βλέμματα τους συναντώνται. Οι ανάσες τους πλέον ήταν βαριές, και τα μάτια τους σκοτεινά από έναν κρυφό πόθο που δεν τολμούσαν να αποκαλύψουν. Τα χέρια της χαϊδεύουν το πρόσωπο του με αργές κινήσεις, λες και αγγίζει το πρόσωπο ενός Θεού. Ενός επίγειου Θεού
«πάμε κάπου μαζί»
Του προτείνει με σιγανή φωνή. Ο άντρας την κοιτάζει με έκπληξη
«που;»
Η κοπέλα ανασηκώνει τους ώμους της
«οπουδήποτε, αρκεί να είμαστε μόνοι μας. Χωρίς να έχουμε τον φόβο ότι θα μας πιάσουν, χωρίς να αγχωνόμαστε. Μόνο εσύ και εγώ»
Λέει ενώ τα ακροδάχτυλα της φτάνουν στα χείλη του. Φαινόντουσαν τόσο όμορφα σμιλεμένα, λες και είχαν φτιαχτεί για εκείνην. Ο Νικηφόρος φαίνεται να σκέφτεται στα σοβαρά την πρόταση της. Δεν μπορούσε να κρυφτεί, το ήθελε, αλλά φοβόταν πως αν έμεναν κάπου εντελώς μόνοι τους, τότε δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό του. Τόσα χρόνια είχε ηρεμήσει από τα συναισθήματα και τις αμαρτωλές επιθυμίες που έχουν οι άνθρωποι. Τώρα όμως υπήρχε η Δήμητρα στην ζωή του, και η Δήμητρα ήταν ένας πραγματικός πειρασμός
«θα το κανονίσουμε»
Αποκρίνεται σιγανά καθώς περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί της. Η κοπέλα χαμογελά αχνά, έχοντας το κεφάλι χαμηλά. Δεν ένιωθε ενοχές που του το πρότεινε αυτό. Πλέον ήταν αποφασισμένη να αφεθεί ολοκληρωτικά στον έρωτα που έτρεφε για αυτόν τον άνθρωπο.
YOU ARE READING
Επίγειος Θεός
Non-Fiction«Σε έναν κολασμένο κόσμο, βρήκα ένα μικρό κομμάτι από τον παράδεισο»