Το ίδιο απόγευμα, η Δήμητρα βγαίνει σε ένα ταβερνάκι μαζί με την παρέα της. Ο Σπύρος με την Αφροδίτη δείχνουν να το διασκεδάζουν, ενώ ο Στέφανος έχει συνεχώς καρφωμένο το βλέμμα του στην Δήμητρα, όμως η κοπέλα δεν του δίνει καμία σημασία. Ήταν χαμένη στις σκέψεις της, χαμένη στην συζήτηση της με τον Νικηφόρο
«τι λέει ρε παιδιά; θα πούμε καμιά κουβέντα;»
Πετάει ο Στέφανος, θέλοντας να σπάσει αυτή την άβολη ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στον ίδιο και την Δήμητρα
«βρείτε ένα θέμα»
Αποκρίνεται ο Σπύρος
«ρε σεις, θέλετε να κανονίσουμε να πάμε διακοπές; ξέρετε, για κάνα δυο μέρες»
Προτείνει η Αφροδίτη. Τα δύο αγόρια κοιτάζονται μεταξύ τους
«εγώ είμαι μέσα»
Λέει ο Σπύρος
«Δήμητρα;»
Ρωτάει ο Στέφανος, επαναφέροντας την κοπέλα στην πραγματικότητα. Σηκώνει το κεφάλι, για να δει πως και οι τρεις έχουν στραμμένα τα μάτια τους επάνω της. Αυτό την έκανε να αισθάνεται άβολα
«τι;»
«είσαι μέσα;»
Την ρωτάει ο Στέφανος. Η Δήμητρα τον κοιτάζει μπερδεμένη
«για ποιο πράγμα;»
«έλα ρε Δήμητρα τώρα, κουφή είσαι; κανονίζουμε διακοπές»
Αποκρίνεται η Αφροδίτη, σχεδόν αγανακτισμένη από την αντίδραση της κολλητής της
«α! μάλιστα...»
Λέει τελικά, ενώ ισιώνει το σώμα της
«λοιπόν... εξαρτάται από το πότε θα πάμε, και αν είμαι οικονομικά καλά»
Η Αφροδίτη στριφογυρίζει τα μάτια της
«μην ακούω βλακείες. Θα έρθεις!»
Και φυσικά αυτό είναι διαταγή. Η Δήμητρα κουνάει καρτερικά το κεφάλι. Ήξερε πως δεν είχε νόημα να της απαντήσει. Η Αφροδίτη ήταν πεισματάρα, δεν μπορούσες να τα βάλεις μαζί της
«πάντως... είχαμε καιρό να έρθουμε εδώ. Να το κάνουμε πιο συχνά»
Λέει ο Στέφανος ενώ παίρνει το ποτήρι με το κρασί του
«όντως»
Αποκρίνεται ο Σπύρος καθώς περνάει το χέρι του γύρω από τους ώμους της Αφροδίτης
«δεν σε βλέπω και πολύ καλά. Τι έγινε;»
Ρωτάει ο Στέφανος ενώ έρχεται όλο και πιο κοντά στην νεαρή κοπέλα
«τίποτα»
Αποκρίνεται η Δήμητρα, νιώθοντας τώρα άβολα. Ο Στέφανος την κοιτάζει έντονα, προσπαθώντας να την καταλάβει. Αλλά για μία ακόμη φορά, αποτυγχάνει οικτρά
«εγώ φεύγω»
Τους ανακοινώνει με άγριο ύφος. Τα τρία παιδιά, τον κοιτάζουν με απορία, ίσως και με ανησυχία
«γιατί;»
Ρωτάει έκπληκτος ο Σπύρος
«γιατί από ότι φαίνεται.... δεν είμαι και πολύ ευπρόσδεκτος εδώ»
Του απαντά ενώ στρέφει το βλέμμα του προς την Δήμητρα. Η κοπέλα νιώθει τα μάγουλα της να κοκκινίζουν από ντροπή
«να σου πω, κόψε τις μαλακίες. Μια χαρά κάθεσαι εδώ»
Αποκρίνεται το αγόρι με τα μαύρα μαλλιά, θέλοντας να πείσει τον κολλητό του να μείνει. Όμως ο Στέφανος ήταν αρκετά εκνευρισμένος με την στάση της Δήμητρας. Με βιαστικές κινήσεις, βγάζει το πορτοφόλι από την τσέπη του τζιν του για να βγάλει μερικά χρήματα. Η Δήμητρα τον παρακολουθεί σιωπηλά, φοβούμενη να ξεστομίσει κάτι. Ξαφνικά, η κοπέλα βλέπει κάτι να πέφτει από το πορτοφόλι, καταλήγοντας στο παπούτσι της. Σκύβει για να το πιάσει, όμως το σώμα της παγώνει καθώς βλέπει το μικρό σακουλάκι με την λευκή σκόνη. Τι στο καλό; Σκέφτεται ενώ το βλέμμα της στρέφεται αργά προς το πρόσωπό του Στέφανου. Το αγόρι την κοίταζε ήδη, αλλά στο ύφος του υπήρχε κάτι πολύ τρομακτικό. Ήταν κενό, χωρίς συναίσθημα, χωρίς φόβο η ανησυχία. Χωρίς να μιλήσει, παίρνει το σακουλάκι από το παπούτσι της και το ξανά τοποθετεί στο πορτοφόλι του
«έφυγα»
Λέει ενώ αφήνει ένα δεκάρικο πάνω στο τραπέζι. Η Δήμητρα τον κοιτάζει σοκαρισμένη καθώς βγαίνει έξω από το μαγαζί
«τι συνέβη;»
Ρωτάει η Αφροδίτη, όμως η κοπέλα με τα σκούρα καστανά μαλλιά δεν της δίνει σημασία
«πρέπει να φύγω»
Τους ανακοινώνει και έπειτα τρέχει πίσω από τον Στέφανο
«Στέφανε, περίμενε!»
Του φωνάζει, μόλις βγαίνει έξω από το μαγαζί. Το αγόρι κλείνει στιγμιαία τα μάτια του, πριν τελικά γυρίσει το σώμα του από την μεριά της κοπέλας
«τι θέλεις;»
«τι ήταν αυτό;»
Ρωτάει ενώ τώρα στέκεται μπροστά του. Ο Στέφανος χαμογελάει ειρωνικά
«είδες τι ήτανε, δεν χρειάζεται να του βάλω ταμπελίτσα για να καταλάβεις»
Λέει ενώ κάνει μεταβολή για να συνεχίσει την πορεία του. Η Δήμητρα όμως δεν επιθυμεί να τον αφήσει
«γιατί το κάνεις αυτό; τι σου προσφέρει;»
Ο Στέφανος αφήνει ένα μικρό γελάκι, πριν ξανά στρέψει το βλέμμα του επάνω της
«μου προσφέρει χαρά. Με ταξιδεύει σε έναν άλλον κόσμο, πιο χαρούμενο, χωρίς κακές αναμνήσεις και όλες αυτές τις μαλακίες του παρελθόντος»
Απαντάει με νεύρο στον τόνο της φωνής του. Για πρώτη φορά στην ζωή της ένιωθε χαμένη, δεν ήξερε τι έπρεπε να του πει. Πάντοτε όλα βρισκόντουσαν σε μια τάξη μέσα στο μυαλό της, ήξερε τι έπρεπε να πει, πως να αντιδράσει, όμως η περίπτωση του Στέφανου ήταν πρωτόγνωρη για αυτήν. Με αργές κινήσεις, τοποθετεί το χέρι στο μέτωπο της, ενώ τα μάτια της κλείνουν
«πόσο καιρό γίνεται αυτό;»
«τι σε νοιάζει ρε γαμώτο; άφησε με να φύγω»
Λέει ενώ κάνει να φύγει. Όμως η Δήμητρα τον αρπάζει από τον αγκώνα, σταματώντας τον
«η μάνα σου το ξέρει αυτό; ο αδερφός σου;»
«Δεν. Σε. Αφορά»
Σφυρίζει μέσα από τα σφιγμένα δόντια του ενώ τραβάει το χέρι του από την λαβή της. Η Δήμητρα δεν κάνει κάποια άλλη προσπάθεια, απλώς τον αφήνει να φύγει μακριά της. Είχε αρχίσει να ανησυχεί για την τύχη του Στέφανου. Ακόμη και αν δεν είχαν πλέον τις καλύτερες σχέσεις, η Δήμητρα συνεχίζει να τον νοιάζεται. Ήθελε να τον βοηθήσει, αλλά δεν ήξερε τον κατάλληλο τρόπο.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Επίγειος Θεός
Kurgu Olmayan«Σε έναν κολασμένο κόσμο, βρήκα ένα μικρό κομμάτι από τον παράδεισο»